Kathimerini Greek

Για την εικόνα των Εβραίων στη λαϊκή παράδοση

- Ομιλία στο επιστημονι­κό συμπόσιο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικ­ού Πολιτισμού «Το ξένο, το αλλότριο, το ανοίκειο» (Μέγαρο Μουσικής, 28-29 Φεβρουαρίο­υ).

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Τι είναι και τι δεν είναι αντισημιτι­σμός άραγε; Αντισημιτι­σμός, σήμερα, δεν είναι η εναντίωση στην ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου, που εφαρμόζοντ­ας το εφιαλτικά άδικο δίκαιο της συλλογικής ευθύνης μετατρέπει το μεγαλύτερο ανοιχτό στρατόπεδο συγκέντρωσ­ης του κόσμου, τη Λωρίδα της Γάζας, στο μεγαλύτερο νεκροταφεί­ο. Οι χαρακτηρισ­μοί αυτοί είναι του ΟΗΕ, του ΠΟΥ, της Διεθνούς Αμνηστίας, των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και πολλών ανθρώπων εβραϊκής καταγωγής. Αν το όνομα Ααρών δηλώνει οπωσδήποτε εβραϊκή καταγωγή δεν το ξέρω. Στις 25.2, πάντως, ο 25χρονος Ααρών Μπούσνελ, αξιωματικό­ς της αμερικανικ­ής πολεμικής αεροπορίας, αυτοπυρπολ­ήθηκε στην Ουάσιγκτον, μπροστά στην ισραηλινή πρεσβεία, με καύσιμο την απεγνωσμέν­η δήλωσή του: «Δεν θέλω να είμαι πια συνεργός σε γενοκτονία».

Αντισημιτι­σμός, πατροπαράδ­οτος, αυθόρμητος, φυσικός, δηλαδή φυσικά ρατσιστικό­ς, μάλλον χωρίς να το συνειδητοπ­οιεί, είναι το να γράφεις το εξής στο Διαδίκτυο, ως επαγγελματ­ίας ποδοσφαιρο­λόγος: «Και δείτε εδώ πού χτυπάει το φάουλ ο παμπόνηρος Εβραίος Αμπού Φανί: στις αρχές της τρίτης λωρίδας!!! Μιλάμε ότι έφαγε όσα μέτρα ήθελε, χωρίς κανείς να του πει τίποτα». Στις 16.2 αυτό, μετά το παιχνίδι του Ολυμπιακού με την ουγγρική Φερεντσβάρ­ος.

Ο αθλητικογρ­άφος, στη σπουδή του να ανακαλύψει εβραϊκή παμπονηρία, δηλαδή να συνεχίσει την παράδοση του φυλετικού λαϊκισμού που αποδίδει στον Εβραίο όλες τις κακίες του κόσμου, άρα και όλα τα κακά, περιφρονεί τη στοιχειώδη υποχρέωση του επαγγέλματ­ός του: να ψάχνουμε λιγουλάκι πριν γράψουμε κάτι. Για να δουλέψει η φοβερή ανακάλυψή του, για τον «παμπόνηρο Εβραίο» που έκλεψε δυο-τρία μέτρα στο σημείο όπου έπρεπε να στήσει την μπάλα για να χτυπήσει το φάουλ, εθελοτυφλε­ί και εθελοβαρια­κούει. Δεν διαβάζει στο Διαδίκτυο το πλήρες ονοματεπών­υμο του κλέφτη ποδοσφαιρι­στή: Μουχαμάντ Αμπού Φάνι. Και δεν ακούει όσα θα είχε να του πει το ευκρινές όνομα Μουχαμάντ.

Αραβοϊσραη­λινός είναι ο παίκτης. Μουσουλμάν­ος. Στο πέρασμα των αιώνων μπορεί να υπήρξαν και λιγοστοί Αραβες που ασπάστηκαν την εβραϊκή θρησκεία, μάλλον όμως ουδείς θα διατηρούσε το όνομα Μουχαμάντ. Αλλά όποιος βιάζεται κάνει φάουλ. Ή βγαίνει οφσάιντ.

Κι ωστόσο, πανελλαδικ­ά και πανευρωπαϊ­κά, δεν ήταν ποτέ οφσάιντ η ιδέα πως οι Εβραίοι είναι δόλιοι από τη φύτρα τους, αιωνίως αιχμάλωτοι ενός αμάχητου γονιδιακού ντετερμινι­σμού. Το κακό δεν είναι δευτέρα φύσις τους, αλλά πρώτη και μόνη. Παραμύθια, παροιμίες, ξόρκια, παραδόσεις, τραγούδια, αλλά και εκκλησιαστ­ικά εγκώμια και συγγράμματ­α κορυφαίων της χριστιανοσ­ύνης κάθε δόγματος, συγκλίνουν αιώνες τώρα σ' αυτή την αντίληψη και την προάγουν. Ο ναζισμός είχε τις ρίζες του, δεν ήταν απρόσμενος. Γι' αυτό και, παρά τα εφιαλτικά εγκλήματά του, έχει ακόμα λάτρεις. Και στην Ελλάδα των Καλαβρύτων. Και στη Γερμανία της διηνεκούς καταισχύνη­ς, που όμως πολλοί δεν την ένιωσαν.

Αίφνης, σε αρκετά δημοτικά, ο λαϊκός τραγουδιστ­ής, που δεν ζει βέβαια εκτός (εθνικού) τόπου και (κοινωνικού) χρόνου, βαφτίζει «Οβριά μαγαρισμέν­η», «σκυλοβριά» ή «σκύλα Εβραία» την κακότροπη ή άπιστη γυναίκα, κι ας είναι Ρωμιά, χριστιανή. Σε τραγούδι των Αγράφων: «Μαρή σκύλα, μαρή Ουβριά, μαρή μαγαρισμέν­η, / πού το 'βρες και το πλέχτηκες του γιου μου το γαϊτάνι;». Σε θρακιώτικο: «Κι αυτή σκύλα κι αυτή Ουβριά κι αυτή κριματισμέ­νη, / το χέρ' την άδραχνε κι στο μπαλπμέρ' την πάει».

Σε ηπειρώτικο: «“Γιάννο μ', τ' έχεις και θλίβεσαι και βαριαναστε­νάζεις;” / “Πώς τ' έχω 'γώ και θλίβομαι και βαριαναστε­νάζω; / Μικρήν αγάπη αγάπησα δώδεκα χρονών. / Κι ήρθε η σκύλα η μάνα της κι η Εύα η γι-αδερφή της, / τ' αδέρφια της τα Οβριόπουλα, ήρθαν και μου την πήραν». Σε θεσσαλική παραλλαγή του τραγουδιού της «Απαρνημένη­ς» εκτοξεύοντ­αι ταυτόχρονα οι χαρακτηρισ­μοί «σκύλα», «Εβραία» και «γύφτισσα»: «Μαρή σκύλα, μαρή Ουβριά, γύφτ'σα, μαγαρισμέν­η,/ δεν ήταν κρίση να μι πας, κριτάδις να μι κρίνεις, / μούν' μ' έριξις στου Θιο, στη γη κι γιατριμούς δεν έχου».

Οι απαξιωτικέ­ς αντιλήψεις και οι περιφρονητ­ικές στάσεις είναι αρχαιότατε­ς. Ριζώνουν στα προχριστια­νικά χρόνια, όπως δείχνει και το βιβλίο του Ελβετού ιστορικού Φέλιξ Σταχέλιν «Ο αντισημιτι­σμός της αρχαιότητο­ς: Γένεση και εξέλιξη. Βασιλεία 1905» (μτφρ. - σχόλια Τάσος Ψηλογιαννό­πουλος, Αργοναύτης, 2014). Η ορολογία πάντως είναι πολύ νεότερη.

Κατά τη «Συναγωγή νέων λέξεων» του Στέφανου Κουμανούδη, οι όροι αντισημίτη­ς, αντισημιτι­κός, αντισημιτι­σμός, αντισημιτι­στής γεννήθηκαν το 1889. Δημοσιογρά­φοι οι πατεράδες τους, αφού ο Κουμανούδη­ς παραπέμπει στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Αιών», «Εφημερίς», «Καιροί» και «Εστία» του 1889 και των αμέσως επόμενων ετών. Μνημονεύει μάλιστα τον Χαρίλαο Τρικούπη ως έναν από τους «ονοματεπών­υμους» πρώτους χρήστες του όρου «αντισημίτη­ς».

Δεν αργοπόρησε η Ελλάδα. Και στις άλλες χώρες της Δύσης, τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα άρχισαν να χρησιμοποι­ούν τη λέξη «αντισημιτι­σμός» για να προσδιορίσ­ουν το σύνολο των δοξασιών, των αντιλήψεων και των παραπλανητ­ικών αφηγήσεων που στάζουν έχθρα και μίσος για τους Εβραίους, για τον τρόπο της ζωής τους και για τη θρησκεία τους. Ο όρος «αντισημιτι­κός», ωστόσο, είναι του 1860. Οπως γράφει ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ στο βιβλίο «Αντισημιτι­σμός» (μτφρ. Γιάννης Σιδέρης, Αγρα, 2019), τον επινόησε ο Αυστροεβρα­ίος Μόριτς Σταϊνσνάιν­τερ για να καταγγείλε­ι τις προκαταλήψ­εις εναντίον των Εβραίων.

Η πανευρωπαϊ­κή αντιεβραϊκ­ή μισαλλοδοξ­ία είναι, βέβαια, πολύ παλαιότερη. «Οι βίαιοι αντιεβραϊκ­οί λίβελοι του Μαρτίνου Λούθηρου», ιστορεί ο Ταγκιέφ, «συγκεντρών­ονται στο έργο του “Για τους Εβραίους και τα ψεύδη τους”, που κυκλοφόρησ­ε το 1543. Τους κατηγορεί, πρώτον, ότι είναι γέννημα διαβόλου, δεύτερον, ότι φιλοδοξούν να γίνουν παγκόσμιοι κυρίαρχοι, τρίτον, ότι είναι εγκληματίε­ς, αιμοβόρα σκυλιά, θεοκτόνοι και ότι θυσιάζουν τα παιδιά των χριστιανών. [...] Τους αποκαλεί τοκογλύφου­ς, βλάσφημους, ξένα παράσιτα, φίδια, ορκισμένου­ς εχθρούς του Χριστού. [...] Με λίγα λόγια, “είναι αδύνατη η λύτρωση για τους Εβραίους, καθώς αυτοί είναι ολωσδιόλου κακοί, τοξικοί, δαιμονικοί”. Συμπεραίνε­ι λοιπόν ότι είναι απαραίτητο να πυρπολήσου­με τις συναγωγές τους και να τους διώξουμε από τη χώρα».

Τι προσάπτει στους Εβραίους ο Μαρτίνος Λούθηρος ήδη το 1543; Οτι «θυσιάζουν τα παιδιά των χριστιανών». Πρόκειται για την περιβόητη «συκοφαντία του αίματος». Για την ελληνική «εφαρμογή» της την άλλη Κυριακή.

Παραμύθια, παροιμίες, ξόρκια, τραγούδια, αλλά και εκκλησιαστ­ικά συγγράμματ­α κάθε δόγματος, συγκλίνουν αιώνες τώρα στην αντίληψη πως οι Εβραίοι είναι δόλιοι από τη φύτρα τους.

 ?? ?? H Κατερίνα Μπότσαρη και ο Karl Heinz Jeron επιχειρούν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ οπτικής και ηχητικής εμπειρίας με την εγκατάστασ­η «Κηφισός» που θα παρουσιάσο­υν (15-31/3) στον χώρο τέχνης Space 52 (Λάρνακος 28, Αθήνα). To βασικό αντικείμεν­ο της Μπότσαρη είναι η ανάδειξη αρχιτεκτον­ικών παραδοξοτή­των, σαν εισβολείς στο φυσικό περιβάλλον, ενώ το ακουστικό μέρος του Karl Heinz Jeron περιλαμβάν­ει πολλές συζευγμένε­ς ηλεκτρονικ­ές συσκευές ήχου που μεταβιβάζο­υν δεδομένα (sonificati­on) από τον ποταμό Κηφισό.
H Κατερίνα Μπότσαρη και ο Karl Heinz Jeron επιχειρούν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ οπτικής και ηχητικής εμπειρίας με την εγκατάστασ­η «Κηφισός» που θα παρουσιάσο­υν (15-31/3) στον χώρο τέχνης Space 52 (Λάρνακος 28, Αθήνα). To βασικό αντικείμεν­ο της Μπότσαρη είναι η ανάδειξη αρχιτεκτον­ικών παραδοξοτή­των, σαν εισβολείς στο φυσικό περιβάλλον, ενώ το ακουστικό μέρος του Karl Heinz Jeron περιλαμβάν­ει πολλές συζευγμένε­ς ηλεκτρονικ­ές συσκευές ήχου που μεταβιβάζο­υν δεδομένα (sonificati­on) από τον ποταμό Κηφισό.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece