Κόντρες επιστημόνων για το ανάκτορο των Αιγών στη Βεργίνα
Ενα νέο επεισόδιο στην επιλυμένη για τους ειδικούς διαμάχη γύρω από την ταυτοποίηση του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών εκτυλίχθηκε αυτές τις ημέρες, με το ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) να αμφισβητεί ότι το αναστηλωμένο ανάκτορο στις Αιγές ανήκει στον Φίλιππο Β΄ και την επίτιμη έφορο αρχαιοτήτων δρα Αγγελική Κοτταρίδη να απαντά αναλυτικά στους ισχυρισμούς.
Ειδικότερα, το ελληνικό τμήμα του ICOMOS, σε ανακοίνωση που υπογράφει ο πρόεδρός του, αρχιτέκτονας και αναστηλωτής, Αναστάσιος Τανούλας, αναφέρει ότι η αναστήλωση υλοποιήθηκε με τρόπο προβληματικό και με «ανεπίτρεπτα μεγάλο ποσοστό νέου υλικού», ώστε το υπουργείο Πολιτισμού να αξιοποιήσει πολιτικά ένα αφήγημα βασισμένο σε «μυθεύματα» και «αβάσιμες ερμηνείες».
Οι συντάκτες σημειώνουν ότι η χρονολόγηση του κτιρίου στο 350-336 π.Χ. και ο συσχετισμός με τον Φίλιππο Β΄ δεν ευσταθούν, μεταξύ άλλων γιατί στη θεμελίωση βρέθηκε νόμισμα του Λυσίμαχου κομμένο μετά το 306 π.Χ., αλλά και γιατί οι στιλιστικές ομοιότητες ενός ψηφιδωτού του ανακτόρου με ευρήματα από τον Τάφο ΙΙ της Βεργίνας –που οι συντάκτες αμφισβητούν ότι ανήκει στον Φίλιππο Β΄– δείχνουν κατά τη γνώμη τους μεταγενέστερη χρονολόγηση.
Αμφισβητείται επίσης η ύπαρξη β΄ ορόφου στο κτίριο,
ενώ εκτιμάται ότι επρόκειτο για «εστιατόριον», δηλαδή χώρο θρησκευτικών συμποσίων, χρονολογούμενο στην εποχή της ηγεμονίας του Κάσσανδρου (309-305 π.Χ.).
Για «επιστημονικοφανή ψευδοεπιχειρήματα» και για «εμφανών προθέσεων πολιτική κριτική» έκανε λόγο η Αγγελική Κοτταρίδη σε απαντητική επιστολή της. Η κ. Κοτταρίδη σημειώνει ότι η αποσυσχέτιση του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου από τις Αιγές έχει χαρακτηριστεί από την καθηγήτρια Μ. Μάρι ως «χωρίς λογική αιτιολογία» και ότι τα επιχειρήματα για το ζήτημα του ενοίκου του Τάφου ΙΙ της Βεργίνας έχουν κριθεί από τον ακαδημαϊκό Μιλτιάδη Χατζόπουλο, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για τον Φίλιππο Β΄.
Οσον αφορά τη χρονολόγηση του ανακτόρου στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., η κ. Κοτταρίδη παραπέμπει στις σχετικές απόψεις του Β. Χέπφνερ, στο γεγονός ότι δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα από το νόμισμα του Λυσίμαχου (βρέθηκε σε λάκκο που δημιουργήθηκε μετά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και επομένως δεν έχει αξία σαν στοιχείο), στις ανασκαφές στις κοίτες θεμελίωσης των τοίχων και στις υποβάσεις των δαπέδων του κτιρίου κ.λπ.
Τέλος, ο β΄ όροφος του κτιρίου βρίσκεται αναταγμένος στο νέο μουσείο των Αιγών, ενώ το ποσοστό νέου υλικού που χρησιμοποιήθηκε στην αναστήλωση του ανακτόρου είναι 10%-15%, δηλαδή «εξαιρετικά χαμηλό», όπως ανέφερε η επίτιμη έφορος.