«Υπό εξαφάνιση» η προσιτή στέγη στις διεθνείς αγορές ακινήτων τα επόμενα χρόνια
Τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια ακόμη θα συνεχίσει να υπάρχει έλλειψη προσιτής στέγης στην πλειονότητα των μεγάλων αγορών κατοικιών, οδηγώντας σε ήπια άνοδο των τιμών τους το 2024 και το 2025.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters ανάμεσα σε ειδικούς και παράγοντες της αγοράς, λόγω της κατακόρυφης αύξησης των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια, όσοι ιδιοκτήτες κατοικιών διασφάλισαν καλύτερους όρους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αποφεύγουν να πουλήσουν τις περιουσίες τους αυτή την περίοδο.
Στις ΗΠΑ, όπου συνηθίζονται τα τριακονταετή στεγαστικά δάνεια, το πρόβλημα έγινε ιδιαίτερα αισθητό, ενθαρρύνοντας όσους έχουν ήδη δάνειο με σταθερό επιτόκιο να περιμένουν μέχρι να χαλαρώσει η αγορά.
Ενώ το κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων έχει πέσει το τελευταίο διάστημα, όσο προβλέπεται επικείμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής κανείς δεν αναμένει άμεσα επαναφορά στα επίπεδα προ πανδημίας.
«Σε τόσο πολλές αγορές η προσφορά κατοικιών ήταν αρκετά περιορισμένη, διότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν διασφαλίσει στεγαστικά με καλούς όρους και δεν θέλουν ιδιαίτερα να διαθέσουν τα σπίτια τους στην αγορά και να χάσουν αυτούς τους όρους», δήλωσε στο Reuters ο Λίαμ Μπέιλι, παγκόσμιος επικεφαλής ερευνών στην Knight Frank.
«Η προσδοκία ότι τα επιτόκια δανεισμού θα πέσουν έχει κάπως ενσωματωθεί στις προβλέψεις του κόσμου σε ό,τι αφορά τις φετινές κινήσεις της αγοράς και εάν δεν μειωθούν τότε θα έχουμε πρόβλημα», τόνισε ο ίδιος.
Βάσει της μέσης πρόβλεψης σε εννέα μεγάλες αγορές κατοικιών –ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδάς, Γερμανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ινδία, Κίνα και Ντουμπάι– οι επιδόσεις του κλάδου συνδέονται στενά με τις οικονομικές προοπτικές.
Από τις εννέα αυτές χώρες, οι τιμές αναμένεται να πέσουν μόνο στη Γερμανία και την Κίνα φέτος, καθώς οι δύο αυτές αγορές
προβλέπεται να επιβραδυνθούν. Ενώ οι τιμές των κατοικιών ανέβηκαν από 20% έως 50% κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε πολλές από αυτές τις αγορές, έπεσαν ελάχιστα πέρυσι. Ετσι, πολλοί ενδιαφερόμενοι αποθαρρύνθηκαν και δεν μπήκαν στην αγορά. Την ίδια περίοδο εκτινάχθηκε η προσφορά σπιτιών πολυτελείας, που απέσπασαν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας.
Παρά τα ακριβά στεγαστικά, η «στενή» αγορά εργασίας και η άνοδος των μισθών στις ανεπτυγμένες οικονομίες διατήρησαν σε υψηλά επίπεδα τη ζήτηση. Ωστόσο, η περιορισμένη προσφορά, κατά κύριο λόγο στην κατηγορία των προσιτών κατοικιών, εξακολουθεί να είναι πρόβλημα στις περισσότερες αγορές, ενώ δεν υπάρχει προοπτική εύρεσης λύσης.
Από 99 αναλυτές που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση, οι 74 αναμένουν ότι το χάσμα προσφοράς
και ζήτησης στην αγορά κατοικιών είτε θα παραμείνει ίδιο είτε θα διευρυνθεί μέσα στο επόμενο διάστημα. Από τους υπολειπόμενους 25, οι 24 προβλέπουν μικρή συρρίκνωση και ένας σημαντική συρρίκνωση.
Σχεδόν επτά στους 10 ερωτηθέντες (67%) προβλέπουν ότι η δυνατότητα αγοράς κατοικίας για όσους γίνονται πρώτη φορά ιδιοκτήτες σπιτιών θα βελτιωθεί μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο. Οι υπόλοιποι εκτιμούν ότι θα επιδεινωθεί.
Πάντως, για τον Ντάμιαν Χάρινγκτον, υψηλόβαθμο στέλεχος στην εταιρεία υπηρεσιών real estate Colliers, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι «δεν έχουμε τον σωστό τύπο κατοικιών στα σωστά μέρη και όχι τόσο ότι δεν έχουμε αρκετές κατοικίες». «Αυτό το πράγμα θα χρειαστεί δεκαετίες για να φτιαχτεί. Δεν θα φτιαχτεί στα επόμενα δύο με τρία χρόνια», τόνισε ο ίδιος.
Αναμένεται ήπια άνοδος των τιμών κατοικιών το 2024 και το 2025.