Η εκπαίδευση, βασικό εργαλείο στην πρόληψη της έμφυλης βίας
Για το ζήτημα της έμφυλης βίας στην Ελλάδα (και όχι μόνο), η Ανδριάνα Κωστοπούλου είναι ίσως η ειδικότερη των ειδικών. Η δρ Κωστοπούλου είναι δικηγόρος και πρόεδρος της GREVIO, της επιτροπής που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μερών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας. Με αυτή την ιδιότητά της, και με αφορμή την πρώτη εκδήλωση που διοργανώνεται πανελλαδικά στις 26/3 από το Ιδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με θέμα την έκθεση αξιολόγησης της GREVIO για την Ελλάδα, μιλήσαμε μαζί της για ορατές και λιγότερο ορατές πτυχές αυτού του διαχρονικού ζητήματος για τη χώρα μας.
– Εχουν αυξηθεί τα περιστατικά έμφυλης βίας στην Ελλάδα ή τώρα τα μαθαίνουμε;
– Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά. Αυτά που έχουν αυξηθεί είναι η καταγραφή των περιστατικών και η ευαισθητοποίηση γύρω από αυτά. Αρκετά εξ αυτών δεν κρύβονται πια κάτω από το χαλί, αλλά έρχονται στην επιφάνεια – χωρίς να ξεχνάμε τον τεράστιο «σκοτεινό» αριθμό που υπάρχει σε όλες τις χώρες. Πολλές γυναίκες δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά επειδή δεν συνειδητοποιούν ότι είναι θύματα έμφυλης βίας, δεν ξέρουν πού να αποταθούν, εξαρτώνται οικονομικά από τον κακοποιητή τους ή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξουν μια δικαστική
διαμάχη. Σημαντική επίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Ο ρόλος όλων μας είναι να ενδυναμώσουμε τις γυναίκες και να φροντίσουμε να στηθεί σωστά ο μηχανισμός για την υποστήριξή τους.
– Η έκθεση της GREVIO για την Ελλάδα τονίζει την ανάγκη νομοθετικής αναγνώρισης διαφορετικών μορφών βίας, όπως η ψυχολογική και η οικονομική. Γιατί είναι σημαντική η ονοματοδοσία;
– Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι διαφορετικές μορφές βίας, ειδικά αυτές που δεν αφήνουν «ίχνη» στο σώμα, γιατί διαφορετικά περνούν αόρατες. Ειδικά ο ορισμός της σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένου και του βιασμού, σε σχέση με τη συναίνεση, είναι υποχρέωση, δεν είναι πολυτέλεια. Η προσέγγιση «yes means yes», που ορίζει ότι για να μη θεωρείται μια σεξουαλική πράξη βιασμός είναι απαραίτητη η ρητή συναίνεση κάθε μέρους, εναρμονίζεται καλύτερα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα με τον νομικό ορισμό είναι σημαντικό να αναγνωρίσουν και οι ερμηνευτές του νόμου το εύρος συμπεριφορών που μπορεί να επιδείξει ένα θύμα σεξουαλικής βίας ως αντίδραση προς μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Δεν υπάρχει μια αντίδραση που είναι πιο σωστή από την άλλη και το αδίκημα του βιασμού πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από την απουσία συναίνεσης.
– Παρ’ όλ’ αυτά φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε ένα επαρκές –αν και όχι τέλειο– νομοθετικό πλαίσιο. Γιατί χωλαίνουμε στην εφαρμογή;
– Ο νόμος είναι εργαλείο, σημασία έχει πώς θα χρησιμοποιηθεί. Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου «Χ κατά Ελλάδας» είναι σημαντική γιατί δείχνει πώς ένα καλό νομοθετικό πλαίσιο δεν αρκεί, αν δεν εφαρμοστεί σωστά. Ανέδειξε, για παράδειγμα, ελλείψεις στην ποινική έρευνα της καταγγελίας: κατά τη διερεύνηση δεν επιτρέπεται να βασιζόμαστε μόνο στην καταγγελία του θύματος, πρέπει να συλλέγονται και άλλα στοιχεία που μπορεί να υποστηρίξουν την υπόθεσή της. Ανέδειξε ζητήματα σε σχέση με την υποχρέωση ενημέρωσης των καταγγελλουσών για τα δικαιώματά τους, αλλά και σε σχέση με την υποχρέωση παροχής ποιοτικής διερμηνείας για γυναίκες που δεν μιλούν ελληνικά. Τέλος, ανέδειξε ελλείψεις σε επαρκή αριθμό επαγγελματιών του ίδιου φύλου με το θύμα, που θα το βοηθήσουν να νιώσει εμπιστοσύνη κατά τη διαδικασία της καταγγελίας, και την απουσία κατάλληλων κέντρων παραπομπής ή διαχείρισης κρίσεων για επιζώσες σεξουαλικής βίας.
– Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην προστασία των θυμάτων και τον σεβασμό των προσωπικών τους αποφάσεων σε σχέση με μια πιθανή καταγγελία;
– Ως πολίτες χρειάζεται να έχουμε μια βασική ενημέρωση για το πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα περιστατικό βίας και να υποστηρίξουμε με ευαισθησία το θύμα. Στο θέμα των επαγγελματιών χρειάζεται να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε παιδιά και ενήλικα θύματα. Οι επαγγελματίες που έχουν υποψίες ότι ένα παιδί είναι θύμα βίας έχουν υποχρέωση να το καταγγείλουν. Οταν μιλάμε, όμως, για ενήλικα θύματα βίας, δεν πρέπει να ισχύει καθολική υποχρέωση καταγγελίας από την πλευρά των επαγγελματιών. Η GREVIO διαχωρίζει καταστάσεις στις οποίες έχει επιτελεστεί μια σοβαρή πράξη βίας και αναμένονται επιπλέον αντίστοιχες τέτοιες πράξεις, και ορίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές η καταγγελία μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεση του θύματος. Υπάρχουν ειδικά εργαλεία για να αξιολογήσει αυτό το επίπεδο κινδύνου ο/η επαγγελματίας, για τη χρήση των οποίων θα πρέπει να έχει επιμορφωθεί. Γενικά οι επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με επιζώσες χρειάζεται να κατανοήσουν το φαινόμενο της βίας και το γιατί μια επιζώσα μπορεί να συμπεριφερθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αν ο/η επαγγελματίας κατανοεί τον κύκλο της συντροφικής βίας, τότε μπορεί να δώσει άλλου είδους απάντηση στις ανάγκες της. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ανάγκη διάκρισης μεταξύ σύγκρουσης και βίας. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πολλές καταγγελίες βίας αντιμετωπίζονται ως «ατομική υπόθεση» των γυναικών, ως ένα «απλό καβγαδάκι» μεταξύ συντρόφων. Ετσι οι Αρχές μπορεί να ξαναστείλουν τις γυναίκες στο σπίτι τους, με αποτέλεσμα τα περιστατικά αυτά να μην καταγράφονται καν επειδή δεν αναγνωρίζονται ως βία.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι διαφορετικές μορφές βίας, ειδικά αυτές που δεν αφήνουν «ίχνη» στο σώμα, γιατί διαφορετικά περνούν αόρατες.
– Αν επιλέγατε ένα σημαντικό βήμα για την πρόληψη της βίας, ποιο θα ήταν;
– Το σημαντικότερο είναι η εκπαίδευση. Οχι αποκλειστικά σε σχέση με τη βία, αλλά και σε σχέση με την έμφυλη ισότητα ή τα στερεότυπα. Γιατί είναι σημαντική, για παράδειγμα, η συναίνεση; Πώς την ερμηνεύουμε; Το μαθαίνουμε αυτό στα παιδιά μας; Χρειάζονται επίσης καμπάνιες ευαισθητοποίησης που δεν θα μένουν σε βασικές πληροφορίες, αλλά θα παρέχουν εξειδικευμένη ενημέρωση σε σχέση με τρόπους αναγνώρισης, προσέγγισης και αντιμετώπισης.