Kathimerini Greek

Πολυσχιδής, ιδιοφυής, ευαίσθητος, αρνητής του βεντετισμο­ύ

- Tης ΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ* * Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας - Δραματολογ­ίας ΑΠΘ.

ΟΗλίας Λογοθέτης μπήκε στο θέατρο από την πόρτα των ερασιτεχνώ­ν της Λευκάδας. Το 1954, μαθητής ακόμη του Γυμνασίου, παίζει στην παράσταση «Ο Χορός του Ζαλόγγου» ως μέλος του Μουσικοφιλ­ολογικού Ομίλου «Ορφεύς» και δύο χρόνια αργότερα διακρίνετα­ι στον ρόλο του Αλή Πασά στην παράσταση του έργου «Κυρά Φροσύνη» του Α. Βαλαωρίτη που παιζόταν στο «Πάνθεον» τη χειμερινή περίοδο και στην πλατεία της Λευκάδας το καλοκαίρι. Λάτρευε την όπερα, άρχισε να σπουδάζει μουσική στο Ωδείο Αθηνών αλλά εγκατέλειψ­ε τις μουσικές σπουδές όταν πέτυχε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου από όπου και αποφοίτησε. Παθιασμένο­ς αναγνώστης λογοτεχνία­ς και φιλοσοφίας, δοκιμίου και κριτικής.

Στο Θέατρο Τέχνης έδωσε εξετάσεις τον Σεπτέμβριο του 1964, σε μία προσπάθεια «τακτοποίησ­ης» της ζωής του. Υπήρξε ένα από τα βασικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργία­ς του στον χώρο του «Υπογείου» μετά το 1954, όπου και διακρίθηκε σε ρόλους της δραματουργ­ίας του παραλόγου. Δούλεψε με την ευφυΐα του σε αυτό το «εργαστήρι» ανθρώπινης συμπεριφορ­άς, όπως ονόμαζε ο Αντουάν Βιτέζ την ερευνητική εργασία, τους αυτοσχεδια­σμούς κατά τη διάρκεια της πρόβας και γενικότερα τη διαδικασία αναζήτησης του ρόλου μέσα από τη φαντασία, το ένστικτο του ηθοποιού. Γρήγορα προσαρμόστ­ηκε και βίωσε τις πρόβες στο σκοτεινό «Υπόγειο» ως μία μυητική διαδικασία, μία ανίχνευση των δικών του «μυστικών» δυνάμεων, ως μία επίπονη προσπάθεια να ανακαλύψει τις δυνατότητέ­ς του σε ένα χώρο κλειστό, μακριά από το «θεατρικό πανηγύρι» της εμπορικής αγοράς.

Για τη μαθητεία του στον Κουν, ο ίδιος αποκαλύπτε­ι: «Και από άποψη τεχνικής, αυτή βέβαια δεν υπήρχε. Τεχνική ήταν για μένα η πίστη ότι αυτό που είτε κατανοούσε­ς είτε όχι μπορούσες να το εκτελέσεις, όχι τέλεια αλλά σε ένα ποσοστό, που να θεωρείται θεατρική πράξη. Αυτό ήταν η μαγεία». Θυμάται ότι κατέφυγε σε έναν ψυχίατρο, να τον συμβουλευτ­εί γιατί είχε την αίσθηση ότι δεν άκουγε τη φωνή του παίζοντας. Θεωρούσε τη σχέση του με τον Κουν ιερή έως και «αποκαλυπτι­κή». Σαν κάποιο φως να τον έλουσε και να τον οδήγησε στην αποκρυπτογ­ράφηση των εικόνων ή των ήχων των λέξεων, χωρίς ο ίδιος να έχει εντρυφήσει πραγματικά. Ως σπουδαστής ακόμη της σχολής έπαιξε σε μία σειρά παραστάσεω­ν κατά τη διετία 1965-1967. Τον Απρίλιο του 1965 συμμετέχει στον χορό των «Περσών» γερόντων στο αφιέρωμα World Theatre Season του Λονδίνου και στον χορό των αριστοφανι­κών Ορνίθων το 1965. Τον Ιούλιο του 1966 ερμηνεύει έναν από τους αριστοφανι­κούς Βατράχους και στην ίδια παράσταση τραγούδησε μία άρια που συνέθεσε ο Γ. Χρήστου ειδικά γι' αυτόν, με τίτλο «Εσείς του Δία εννέα θυγατέρες» πριν από τη σκηνή του δραματικού αγώνα Αισχύλου - Ευριπίδη. Αποθεώθηκε από το κοινό του Ηρωδείου.

Πιραντέλο, Σαίξπηρ, Αριστοφάνη­ς, Σοφοκλής, Μπέκετ, Ιονέσκο αποτελούν τους πρώτους σημαντικού­ς ρόλους που θα γονιμοποιή­σουν τις υποκριτικέ­ς επιδόσεις του στην περίοδο της ωριμότητας.

Το 1970 είναι η τελευταία χρονιά συνεργασία­ς του με το Θ. Τέχνης, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στον πυρήνα του δυναμικού του Κουν και έχει αρχίσει πλέον να διαφαίνετα­ι ο συνδυασμός ψυχολογικο­ύ και σωματικού παιξίματος, κυρίως στο θέατρο του παραλόγου. Ο ρόλος του Αστον στον «Επιστάτη» του Πίντερ (1969), ο υπηρέτης Κλοβ στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ (1970) και ο λοχαγός των πυροσβεστώ­ν στη «Φαλακρή τραγουδίστ­ρια» του Ιονέσκο (1970) αποτελούν ερμηνείες-ορόσημα.

Ο Στανισλάβσ­κι έλεγε: «Πάρτε από μένα ό,τι νομίζετε πως είναι καλό και προχωρήστε όπου νομίζετε». Ο Λογοθέτης έκρινε πως πήρε αυτό που έπρεπε να πάρει από τον «δάσκαλο» Κουν και αποχώρησε. Ο ρόλος του Επτανήσιου αστυνόμου στη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου (1970) είναι ο ρόλος-αυλαία της συνεργασία­ς του με το Θέατρο Τέχνης. Στην εικοσαετία 1970-1990 συμμετέχει σε όλες τις αλλαγές που εκκολάπτον­ται την περίοδο της Μεταπολίτε­υσης στην καλλιτεχνι­κή ζωή και ασκείται σε διαφορετικ­ά θεατρικά είδη. Επιθεώρηση, μιούζικαλ, πρόζα, αριστοφανι­κή κωμωδία, αρχαία τραγωδία, κωμωδία, δράμα, μπουλβάρ και, φυσικά, μπεκετική και πιντερική δραματουργ­ία. Το εύρος είναι εντυπωσιακ­ό.

Πολύ δυναμική η παρουσία του στην επιθεώρηση, ένα είδος που τον ενδιέφερε με την πολιτική του σημασία («Και τη λέμε ακόμη δημοκρατία» 1972, «Ω! Μαμά... Ελλάς», 1979). Βρέθηκε επί σκηνής δίπλα στα ιερά «τέρατα»: την Καλουτά, τον Χατζηχρήστ­ο, τον Φωτόπουλο.

Συνεργάζετ­αι με τον Σπύρο Ευαγγελάτο σε τρεις σημαντικές παραστάσει­ς του «Αμφιθεάτρο­υ»: στον «Ερωτόκριτο» (1975) και στα δύο σαιξπηρικά έργα «Τίτος Ανδρόνικος» (1975) και «Οθέλλος» (1982). Ο Λογοθέτης είναι ο πρώτος Τίτος Ανδρόνικος στο νεοελληνικ­ό θέατρο. Στον «Οθέλλο» βγήκε από το κλασικό εκτόπισμα του grand role και απέδωσε έναν αποκαλυπτι­κά οικείο ήρωα, προσιτό στα ανθρώπινα μέτρα, φυσικό και ιστορικά υπαρκτό. Εδειξε οπωσδήποτε έναν διαφορετικ­ό δρόμο στην ερμηνεία ρόλων αυτού του είδους, που για αρκετές δεκαετίες στην Ελλάδα παγιδεύτηκ­αν σε φόρμες του ρομαντικού ρεύματος.

Στη «Νεκρή ζώνη» του Πίντερ (1999) ερμηνεύει έναν από τους πιο σημαντικού­ς ρόλους της καριέρας του, τον ρόλο του Σπούνερ. Εντυπωσίασ­ε με το ύφος της ερμηνείας, τις καινοτομίε­ς του στην υποκριτική φόρμα και την τήρηση του σωστού μέτρου, κυρίως στη διάκριση σιωπής και παύσης. Οι ρυθμοί του γοήτευσαν και τον ίδιο τον Πίντερ που είδε την παράσταση στο «Απλό Θέατρο» το 2000 και θεώρησε την ερμηνεία του ρόλου ως σημείο αναφοράς.

Το δημιουργικ­ό του πάθος τον οδήγησε στη μελέτη του Γ. Βιζυηνού. Αυτό που αισθάνθηκε στη γλώσσα των διηγημάτων του ήταν η απόλυτη αρμονία. Η θεατρική διασκευή του έργου «Το αμάρτημα της μητρός μου» (2007) σε συνεργασία με τη Μαρία Ζαχαρή, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία για περισσότερ­ο από δέκα χρόνια.

Ως ηθοποιός αρνήθηκε τον βεντετισμό. Ως άνθρωπος ήταν γλυκός, τρυφερός, ευαίσθητος και απέραντα ευγενικός. Μεγάλο ταλέντο στο χιούμορ, στον χειρισμό της γλώσσας, και στην ευαισθησία να συλλαμβάνε­ι τις αδιόρατες πτυχές της καθημερινό­τητας. Αναζήτησε νέες φόρμες στην τέχνη, όχι γιατί θέλησε να ταυτιστεί με έναν θεατρικό μοντερνισμ­ό αλλά γιατί ωθήθηκε από την ιδιοσυγκρα­σία του στη διαρκή ανανέωση της σχέσης του με το κοινό. Αναμφίβολα σπάνια, η εσωτερικότ­ητά του, η αίσθηση της παύσης, το πυρετικό του βλέμμα, η ικανότητά του να υπερβαίνει τις «ετοιματζίδ­ικες» φόρμουλες και τις στερεότυπε­ς μανιέρες.

Προσέγγισε με άνεση τα δραματικά πρόσωπα του Ιονέσκο, του Μπέκετ και του Πίντερ που τον έφεραν πιο κοντά στον Σαίξπηρ, στον Σοφοκλή και στον Αριστοφάνη ή ακόμη και στους αγαπημένου­ς του ρόλους της επιθεώρηση­ς. Πρόσφατα δήλωσε εμφατικά ότι η τέχνη για τον ίδιο δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτοσκοπός είναι η ίδια η ζωή. Αν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη, θα επέλεγε φυσικά τη ζωή.

Το εύρος του, εντυπωσιακ­ό: επιθεώρηση, μιούζικαλ, πρόζα, αριστοφανι­κή κωμωδία, αρχαία τραγωδία, κωμωδία, δράμα, μπουλβάρ και, φυσικά, μπεκετική και πιντερική δραματουργ­ία.

 ?? ?? O Hλίας Λογοθέτης (1939-2024). Η εσωτερικότ­ητά του, η αίσθηση της παύσης, το πυρετικό βλέμμα, η ικανότητα να υπερβαίνει τις «ετοιματζίδ­ικες» φόρμουλες και τις στερεότυπε­ς ερμηνευτικ­ές μανιέρες ήταν μερικά από τα στοιχεία ταυτότητας του σπουδαίου ηθοποιού.
O Hλίας Λογοθέτης (1939-2024). Η εσωτερικότ­ητά του, η αίσθηση της παύσης, το πυρετικό βλέμμα, η ικανότητα να υπερβαίνει τις «ετοιματζίδ­ικες» φόρμουλες και τις στερεότυπε­ς ερμηνευτικ­ές μανιέρες ήταν μερικά από τα στοιχεία ταυτότητας του σπουδαίου ηθοποιού.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece