Συγκρίσεις και εξαιρετισμός
Η Ελλάδα πέτυχε μια αξιοσημείωτη μετάβαση στη Δημοκρατία μετά το 1974, από πολλές απόψεις πιο επιτυχημένα από την Ισπανία ή την Πορτογαλία, και περισσότερο από άλλα κράτη. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι αυτή που έχει αποδειχθεί πιο αυτοαναφορική πάνω σε αυτό το θέμα. Δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια στα ισπανικά ή τα πορτογαλικά με αυτήν της «Μεταπολίτευσης». Δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία λοιπόν για τη μακρά διάρκεια της ελληνικής Μεταπολίτευσης.
Γιατί πρέπει μόνο η Ελλάδα να ανατρέχει στην αρχή της δημοκρατικής της μετάβασης; Αν γίνεται αυτό, υπάρχει κίνδυνος να διαστρεβλωθεί η συζήτηση. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αναπτύχθηκε μια εκλεπτυσμένη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία πάνω στη σύγκριση των δημοκρατικών μεταβάσεων και της παγίωσης καθεστώτων, ιδίως στη Νότια Ευρώπη. Στην Ελλάδα οι καθηγητές Διαμαντούρος και Σωτηρόπουλος συνέβαλαν πραγματικά σε αυτή τη μελέτη. Ωστόσο, μετά το συνέδριό μας συνειδητοποίησα ότι τέτοιες συγκρίσεις ήταν μια σημαντική παράλειψη στις συζητήσεις μας. Μόνο ο Στέφανος Μάνος έκανε μια σύγκριση και αυτή ήταν για τη σχετική οικονομική πρόοδο των τριών χωρών της Νότιας Ευρώπης.
Μια ελληνοκεντρική προοπτική έχει κόστος στην ανάλυση ενός φαινομένου. Η Δημοκρατία είναι κάτι ζωντανό που μεγαλώνει, προσαρμόζεται και αναπτύσσει μια ομοιόσταση. Η υγεία του κρίνεται στο παρόν. Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη ή ειδική πρόκληση κάποιας σημασίας για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα στο παρόν ή στο άμεσο μέλλον. Η Ελλάδα πέρασε μια σειρά από σημαντικές δοκιμασίες για την ευρωστία του δημοκρατικού της συστήματος και αυτό αξίζει εορτασμούς. Επί του παρόντος, η Ελλάδα σημειώνει υψηλότερη βαθμολογία σε πολλούς διεθνείς δείκτες για την υγεία του δημοκρατικού της συστήματος από ό,τι η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Η σύγκριση είναι βέβαιο ότι έχει τουλάχιστον την ίδια αξία με τον αυτοαναφορικό εξαιρετισμό.