Η αντίσταση του αγγειοπλαστείου στο Βαθύ
Ο Δημήτρης Κουζέλης επισκέπτεται τη Σίφνο από το 1992 και πριν από 15 χρόνια αγόρασε και ανακαίνισε ένα σπίτι στην Καταβατή. «Οι υποδομές της υστερούσαν και υστερούν ακόμη», λέει αναφερόμενος στην ύδρευση. Ο ίδιος θεωρεί ότι με εξαίρεση τα δύο τελευταία χρόνια, το νησί είχε μια ήπια ανάπτυξη και μπορούσε να αφομοιώσει τις αλλαγές. «Βλέπω φίλους μου ντόπιους που λένε “έχω κληρονομήσει το οικόπεδο από τον παππού μου, αλλά δεν πρόκειται να το καλλιεργήσω, να μην το πουλήσω να βγάλω κάποια χρήματα, να σπουδάσει το παιδί μου;”. Ετσι δημιουργείται τάση για πώληση και υπάρχουν αγοραστές για τα πάντα», λέει.
Στο Βαθύ, ο 67χρονος Αντώνης Ατσόνιος κράτησε το αγγειοπλαστείο όπως το είχε στήσει ο παππούς του, στα χρόνια που το επάγγελμά του ήταν από τις κύριες δραστηριότητες στο νησί. Οταν τον συναντάμε φτιάχνει μαγειρικά σκεύη, προετοιμάζεται από τώρα για τους πελάτες του καλοκαιριού. Από μια γωνιά του εργαστηρίου το λευκό του κουνέλι, ο Στιφάδος, τον παρακολουθεί σιωπηλό. «Είναι ηρεμιστικό, άμα λερώσεις τα χέρια σου, περνάνε όλα», λέει ο αγγειοπλάστης όσο αγγίζει τον πηλό.
Τον ρωτάμε πώς και δεν πούλησε το ακίνητό του που βρίσκεται σε προνομιακό σημείο. «Δεν ήρθε κάποιος να το ζητήσει επίσημα γιατί τους αποστομώνουμε και εμείς. Η παραλία εδώ είναι πειρασμός, αλλά δεν αφήναμε να ελπίζει κάποιος ότι θα μπορούσε να το δει τουριστικά», λέει. Ο τουρισμός είναι και για τον ίδιο πηγή εσόδων. Ο γιος του λέει ότι μετά την πανδημία οι Αμερικανοί επισκέπτες που φτάνουν εδώ ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για κεραμεικά. «Κρατηθήκαμε με τον τουρισμό, επιβιώσαμε», επισημαίνει ο κ. Ατσόνιος.
Αναλογίζεται πόσο έχει αλλάξει το νησί στα δικά του χρόνια. «Νιώθω ότι έχω κρατήσει κάτι για τη Σίφνο, μια παράδοση, έναν χώρο όπως ήταν», λέει και προσθέτει έπειτα από μικρή παύση: «Αλλά δεν αισθάνομαι ότι έχω κάνει λεφτά, ότι έχω βοηθήσει τα παιδιά μου, την οικογένειά μου».