Από την πρώτη γενιά έως την αλλαγή που έφερε ο Γιάννης
Τις δεκαετίες του '80 και του '90 που ήρθαν οι γονείς τους, η ελληνική κοινωνία ήταν ακόμη πιο εσωστρεφής. «Περπατούσαν στον δρόμο και τους σταματούσαν να τους πιάσουν, πολλοί δεν είχαν ξαναδεί ποτέ μαύρο», περιγράφει η Πρέσιους. «Σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων επικρατούσε η περιέργεια για τον άγνωστο άλλο, σε επίπεδο θεσμικό τα δεδομένα ήταν αποθαρρυντικά». Η προηγούμενη γενιά έμεινε επί της ουσίας «αόρατη» για την πολιτεία. «Προτεραιότητά τους ήταν η επιβίωση», υπενθυμίζει. «Παραμέρισαν τα όνειρα της νιότης τους, έκαναν ένα μαγαζάκι για να βγάζουν τα προς το ζην, πήγαιναν στην εκκλησία και στον σύλλογό τους». Χρειάστηκε χρόνος για να μετατοπιστεί η αγωνία από το ζην στο ευ ζην, εν προκειμένω δηλαδή στη διεκδίκηση των βασικών δικαιωμάτων τους. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η συσπείρωση των Αφρικανών, όπως ο πρώτος Παναφρικανικός Σύνδεσμος Ελλάδας, ο Σύλλογος Αφρικανών Γυναικών. «Η δική μας γενιά κατάφερε να διασφαλίσει ορισμένα δικαιώματα, οπότε οι επόμενες θα έχουν ορισμένα κεκτημένα». Αν, μετά την ενηλικίωσή τους, η Πρέσιους και η Γκρέις δεν είχαν περάσει στο πανεπιστήμιο, το τότε ισχύον νομικό σύστημα θα τις είχε... απελάσει. «Δεν έχω πάει ποτέ στη Νιγηρία», απαντά στο εύλογο ερώτημα η Πρέσιους, «και δυστυχώς δεν μιλάω τη γλώσσα, μεγαλώσαμε με ελληνικά και αγγλικά μέσα στο σπίτι». Η Γκρέις καταλαβαίνει μεν, αλλά δεν μιλάει. «Οι γονείς μου μιλούσαν μεταξύ τους την τοπική διάλεκτο, καθώς ήταν από το ίδιο χωριό, εγώ με τα αδέλφια μου ελληνικά και όλοι μαζί αγγλικά».
Οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην Ελλάδα είχαν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Αφροελλήνων, καθώς στη δική τους περίπτωση η διαφορετικότητα αποτυπώνεται στην εξωτερική τους εμφάνιση. Οι δύο κοπέλες έχουν ακόμη πολύ νωπές μνήμες από το διάστημα που ήταν η Χρυσή Αυγή στη Βουλή. «Θυμάμαι τον διάχυτο φόβο, κυρίως από τα αγόρια της οικογένειας, που συχνά απέφευγαν να κυκλοφορούν αργά στον δρόμο, ή τις οικογένειες που δεν ήθελαν να αφήνουν τους εφήβους να παίζουν έως αργά μπάλα έξω», περιγράφει η Πρέσιους. «Ημασταν πλέον ενήλικες, είχαμε καλύτερη αντίληψη, εγώ, δε, ήμουν αρκετά ενεργή ως φοιτήτρια», συμπληρώνει η Γκρέις. «Στο μεταξύ είχαν ενεργοποιηθεί το Ιντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε κυκλοφορούσαν μαζικά μηνύματα “μην πάτε μετά τις 10 μ.μ. προς Ομόνοια ή Κυψέλη, τάγμα εφόδου ή σκούπα της αστυνομίας”, καθώς ανησυχούσαμε και για τους χρυσαυγίτες και για την αστυνομία».
Οπως θυμάται ακόμη η ίδια, «σταματούσε η κλούβα και έκαναν έλεγχο σε παιδιά 15-16 ετών που πήγαιναν προπόνηση και ακόμη δεν είχαν εξοικείωση με το νομικό σύστημα, και το μόνο έγγραφο που ίσως είχαν πάνω τους ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης ή το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Αυτούς “μάζευαν”». Εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, ωστόσο, αναδείχθηκε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, μια προσωπικότητα που έμελλε να ανατρέψει πολλά στερεότυπα και να αφήσει το αποτύπωμά του στους Αφροέλληνες – ειδικά εκείνους που ζουν στις συνοικίες του κέντρου. Εως τότε η κοινότητα δεν είχε κάποιον δικό της ήρωα. «Χάρη στον Γιάννη πολλά παιδιά αλλά και ενήλικοι άρχισαν πάλι να ονειρεύονται», λέει η Γκρέις. «Ταυτόχρονα, όμως, μέσω της ιστορίας του αποκαλύπτεται η υποκρισία της πολιτείας: ο Γιάννης είναι δικός μας και τον αγαπάμε, εσένα που μεγάλωσες δύο δρόμους παρακάτω δεν σε βλέπουμε καν».