Μεταξύ «εκδημοκρατισμού» και επαγγελματισμού
Το δεύτερο δίλημμα αφορά ασύμβατους στόχους διοικητικής πολιτικής. Ηδη προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ είχε θέσει δύο στόχους, δηλαδή, αφενός τον «εκδημοκρατισμό» του κράτους, αφετέρου τον εκσυγχρονισμό του στην κατεύθυνση ενίσχυσης του επαγγελματισμού των δημοσίων υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος σήμαινε ουσιαστικά το «άνοιγμα» της δημόσιας διοίκησης είτε με προσλήψεις υπαλλήλων σε νέες θέσεις είτε με προαγωγές για όσους ήδη υπηρετούσαν σε ανώτερες θέσεις από τις οποίες, πριν από το 1981, ήταν αποκλεισμένοι για πολιτικούς λόγους. Ο δεύτερος στόχος, όμως, ήταν η μεταρρύθμιση του κράτους με κριτήρια αξιοκρατίας και αποτελεσματικότητας, ώστε να διευκολυνθεί μια κοινωνικά δικαιότερη οικονομική ανάπτυξη. Η εξυπηρέτηση του πρώτου στόχου θα οδηγούσε στην πρόσληψη στο Δημόσιο ψηφοφόρων χωρίς δυνατότητα άλλης προσφοράς, πέραν της στήριξης προς την τότε κυβέρνηση. Η εξυπηρέτηση του δεύτερου στόχου θα οδηγούσε στην πρόσληψη ειδικών με γνώση του αντικειμένου των μεταρρυθμίσεων. Ο πρώτος στόχος εδραζόταν σε πολιτικά κριτήρια, ενώ ο δεύτερος σε τεχνοκρατικά. Η αντίφαση δεν άργησε να φανεί στην πράξη.
Πράγματι, το 1982, λίγους μήνες μετά την εκλογική του νίκη, το ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε θέσπιση νέων μέτρων, μερικά από τα οποία εξυπηρετούσαν την εκπλήρωση του πρώτου στόχου. Οι δημόσιες επιχειρήσεις διογκώθηκαν με πολλές νέες προσλήψεις. Η χωροφυλακή, η οποία στην ύπαιθρο εκπροσωπούσε, μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το «κράτος της Δεξιάς», συγχωνεύθηκε με την τότε Αστυνομία Πόλεων. Καταργήθηκε η Υπηρεσία Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), που ήταν υπό στρατιωτικό έλεγχο, ενώ στη θέση της ιδρύθηκε η ΕΤ2. Το 1982 καταργήθηκε ο θεσμός των επιθεωρητών των σχολείων της χώρας. Ηταν θεσμός που ίσχυε από το 1895, αλλά στην εξέλιξή του συνέπλεξε τον συμβουλευτικό ρόλο με τον πειθαρχικό ρόλο, συχνά με έμφαση στον δεύτερο. Ετσι αντικαταστάθηκε από τον θεσμό του σχολικού συμβούλου, ο οποίος, μετά το 1982, είχε πολύ χρήσιμα συμβουλευτικά, αλλά καθόλου ελεγκτικά καθήκοντα. Οπως και με την κατάργηση της θέσης των γενικών διευθυντών, έτσι και εδώ το εκκρεμές της μεταρρύθμισης έφτασε από τη μια άκρη στην άλλη. Τέτοιες κινήσεις πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο των πολιτικών όρων της εποχής: καχυποψία απέναντι σε όποιον εκπροσωπούσε το μετεμφυλιακό κράτος και οξεία πολιτική πόλωση στο κομματικό σύστημα και στο εκλογικό σώμα, μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, το 1974-1981. Ωστόσο, σε βάθος χρόνου, η κατάργηση θεσμών χωρίς σχέδιο έβλαψε την πολιτική νομιμοποίηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και την αποτελεσματικότητα των μέτρων πολιτικής του. Ετσι η διοικητική αποκέντρωση, με ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης, την οποία το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε το 1982 (νόμοι 1235 και 1270), δεν εφαρμόστηκε παρά μία δεκαετία αργότερα.
Από την άλλη μεριά, τον δεύτερο στόχο, της τεχνοκρατικής βελτίωσης, εξυπηρετούσε ένα ξεχασμένο σήμερα μέτρο: η κατασκευή ενός προπλάσματος του επιτελικού κράτους ήδη από το 1982 (νόμος 1299). Ο Ανδρ. Παπανδρέου συγκρότησε το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, το οποίο αποτελούνταν από επιμέρους «γραφεία», δηλαδή το νομικό, οικονομικό και διπλωματικό γραφείο, καθώς και το γραφείο ασφαλείας και το ιδιαίτερο γραφείο (γραμματεία) του πρωθυπουργού. Ηταν μια νέα δομή, η οποία αφενός θα υποστήριζε τον πρωθυπουργό επιτελικά, με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό μέτρων δημόσιας πολιτικής, αφετέρου, θα του επέτρεπε να ελέγχει επιλογές των υπουργών του. Αναπόφευκτα, όμως, η νέα δομή δεν προσέφερε όσα θα μπορούσε, γιατί είτε προσέκρουσε στο συγκεντρωτικό στυλ διοίκησης του Ανδρ. Παπανδρέου είτε γιατί υπουργοί της κυβέρνησής του αντιμετώπισαν το Γραφείο του Πρωθυπουργού ανταγωνιστικά. Τελικά, το 1982 ήταν ένα έτος στο οποίο συμπυκνώθηκαν τα πρώτα ψήγματα μελλοντικών αντιφατικών τάσεων: εξάλειψη παλιών πολιτικών αποκλεισμών και νέα πολιτικοποίηση της στελέχωσης της διοίκησης, αποκέντρωση και συγκεντρωτισμός στη λήψη των αποφάσεων, ασταθές μείγμα πολιτικών και τεχνοκρατικών επιλογών, νομοθέτηση νέων μέτρων και παράλειψη ή αδυναμία εφαρμογής τους.