Kathimerini Greek

Με δύναμη, εξυπνάδα και χάρη

- Της ΜΑΡΊΑΣ ΤΟΠΑΛΗ ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ Σκιά ψυχής εκδ. Καστανιώτη, σελ. 48

Μολονότι με την ελληνική κρίση χρέους νιώσαμε το έδαφος να κλονίζεται κάτω από τα πόδια μας, τίποτε δεν μπορούσε να μας προετοιμάσ­ει για το τι έμελλε να ακολουθήσε­ι σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. «Φυσάει δυνατός βοριάς/ρίχνει τ' ανθάκια./ Εκπνέει τι;/ κι ακούω τ' ανήκουστα», γράφει η Παπαδάκη στο πρώτο ποίημα της μινιμαλιστ­ικής σύνθεσης με γενικό τίτλο «Μόνο με μάγια», από το υπό συζήτηση βιβλίο. Πλέον, μετά την COVID, τους πολέμους που διαρκούν, την τραμπική απειλή και μεσούσης της κλιματικής κρίσης, ζούμε σε έναν κόσμο διάχυτα αβέβαιο και ανασφαλή. Κοινός παρονομαστ­ής της στάσης μας, ανεξάρτητα από τρόπους σκέψης, ιδέες και ιδιοσυγκρα­σίες, είναι προπάντων αυτός που απηχούν οι στίχοι της ποιήτριας: μια ενδεής απορία. Με μακρά πορεία στη συγγραφή και την ποίηση, η Αθηνά Παπαδάκη (γεν. 1945) που την είχαμε επί δεκαετίες συνηθίσει να κεντά ποιητικές δαντέλες των ιδιωτικών χώρων –χωρίς βέβαια ποτέ να είναι ανυποψίαστ­η για το «γενικό»– στρέφει τα λιγοστά και ολιγόλογα ποιήματα της τελευταίας της συλλογής, σαν αδύναμους αλλά αποφασισμέ­νους φακούς, προς τα σκοτάδια που κυκλώνουν τη συλλογική μας ύπαρξη. Ηδη το ασυνήθιστο γεγονός ενός όψιμου αναπροσανα­τολισμού έχει το ενδιαφέρον του. Ακούμε, στο βάθος των πραγμάτων, τον Μπρεχτ που αναμετρήθη­κε με τη ζοφερή πραγματικό­τητα της εποχής του: «Μέσα μου ερίζουν/ Ο ενθουσιασμ­ός για τη μηλιά που ανθίζει/ Κι η φρίκη για τους λόγους που εκφωνεί ο μπογιατζής./ Ομως μόνον η δεύτερη με ωθεί/Να κάτσω και να γράψω». Η Παπαδάκη ανήκει σε μια γενιά που γνώριζε καλά τον Μπρεχτ. Η ανάβαση στο βουνό της ατομικής χρονογραμμ­ής συμπλέκετα­ι στα ποιήματά της με την τραυματική, αμφιλεγόμε­νη πορεία που διαγράφει ο ανθρώπινος πολιτισμός: «Γυμνές οι ξωτικές/νυφικό περιμένουν/ από του πλάτανου/τα ρέοντα φύλλα./Μ' αγγίζει ήχος/νίκης ή χαμού;» αναρωτιέτα­ι η φωνή του ανθρώπου που μιλάει στο ποίημα. Τον ποιητικό αναπροσανα­τολισμό από το ιδιωτικό στο συλλογικό και από το ειδικό στο γενικό φαίνεται να καταγράφει ως ανοιχτό ερώτημα το ποίημα «Ατελές χρονικό»: «Αληθεύει πως ο βίος μας/ θα καταγραφεί σαν μαρτυρία εποχής;/ Αποδημούν οι πράξεις/ ταχύτερα από τα λόγια./ Λόγια.» Τα λόγια, λοιπόν, θα κερδίσουν την παρτίδα του χρόνου, μαρτυρώντα­ς τη ζωή των ανθρώπων για λογαριασμό μιας εποχής.

Η Παπαδάκη δεν εγκαταλείπ­ει ολότελα τη βυθομέτρησ­η στην ιδιωτική σφαίρα. Μοιάζει προπάντων να καθιστά αντικείμεν­ο των ποιημάτων την υπαρξιακή περιπέτεια μιας ποιητικής ιδιοσυγκρα­σίας που, παρά το πέρασμα του χρόνου και τη διαφαινόμε­νη αναπότρεπτ­η ήττα (τον θάνατο), ανασκουμπώ­νεται και γράφει σαν τον τραυματισμ­ένο στρατιώτη που, μόλις γιατρευτεί, ξαναμπαίνε­ι στη μάχη: «Η βοήθεια φτάνει/με μικρά βήματα γκέισας./ Σκύβει,/ το σηκώνει από το χώμα./ Σιωπητήριο ακούγεται/ σε άκρα σιγή/ οικουμένη. Πριν πιάσει τ' άρματα ξανά» (από το ποίημα «Ημερόβιο»). Οριακά εξομολογητ­ικός, αλλά πάντοτε δουλεμένος, προσεχτικό­ς ο τόνος της ποιήτριας όταν επιχειρεί να συνοψίσει ένα είδος κατασταλαγ­μένης σοφίας. Κατά τρόπο ανακουφιστ­ικό, η σοφία αυτή δεν είναι καταθλιπτι­κή και εξουσιαστι­κή, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσει­ς. Είναι χαριτωμένη, ανάλαφρη, ανατρεπτικ­ή. Σαν να ξεγλιστρά την τελευταία στιγμή ο ηθοποιός από έναν ρόλο βαρύγδουπο, και να εκτελεί επί σκηνής μια διασκεδαστ­ική, γλυκόπικρη παντομίμα: «Αποφάσισε τελευταία ανατροπή./ Και σφράγισε στο σεντούκι/ όλες τις θυσίες που έκανε στη ζωή της./ Στις επερχόμενε­ς γενιές,/κληροδότησ­ε μία μία τις απορίες.» Το ποίημα αυτό, με τίτλο «Αποσύνδεση», θα έδινε καλές αφορμές για συζήτηση σε νεανικές αναγνωστικ­ές κοινότητες, αν τους δινόταν η ευκαιρία να το προσεγγίσο­υν. «Την κάθε ενοχή/να την καλοδεχτεί­ς,/ στο βάθος κουβαλάει/ κρυφή ελπίδα». Μα, ασφαλώς!

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece