Τα είδη των προμηθειών και οι τρεις μεσάζοντες που εμπλέκονται
Το σύστημα των συναλλαγών με κάρτα εμπεριέχει τρία διαφορετικά είδη χρεώσεων από τρεις διαφορετικούς εμπλεκομένους.
1. Κατ' αρχάς είναι το σχήμα πληρωμών, δηλαδή η Visa, η MasterCard και η Amex, που κάνουν δυνατή τη χρήση της κάρτας όχι μόνο σε όλα τα εμπορικά σημεία εντός της χώρας, είτε σε φυσικά είτε σε ψηφιακά σημεία, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Η προμήθεια αυτή λέγεται scheme fee και ποικίλλει ανάλογα με το είδος της κάρτας, δηλαδή αν είναι χρεωστική, πιστωτική, προπληρωμένη ή εταιρική κάρτα. Ποικίλλει επίσης ανάλογα με τον τρόπο της συναλλαγής, δηλαδή αν γίνεται σε φυσικό σημείο ή σε ηλεκτρονικό, και ξεκινάει από 0,3% και φθάνει έως και 2% ή ακόμη και 4% σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις καρτών του εξωτερικού ή εταιρικών καρτών.
2. Βασικός εμπλεκόμενος είναι η τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα. Ο εκδότης (issuer) της κάρτας εισπράττει επίσης προμήθεια για τη χρήση της, η οποία είναι ρυθμισμένη όσον αφορά τα δύο βασικά είδη κάρτας, δηλαδή τη χρεωστική και την πιστωτική. Η ρύθμιση έχει επιβληθεί με κανονισμό της Ε.Ε. από το 2015, που έχει ορίσει το ανώτατο όριο προμήθειας μεταξύ 0,20-0,30 ευρώ. Το όριο αυτό δεν ισχύει για άλλα είδη κάρτας, όπως οι εταιρικές, που έχουν προμήθεια έως και 2% επί της συναλλαγής.
3. Τελευταίος στο κύκλωμα χρεώσεων της κάρτας είναι ο acquirer, δηλαδή ο διαχειριστής του τερματικού POS, ο οποίος μεσολαβεί μεταξύ του σχήματος πληρωμών και του εκδότη της κάρτας και εισπράττει επίσης προμήθεια για την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Ως διαχειριστής των POS, ο acquirer συνάπτει τη συμφωνία με τον έμπορο, συμφωνώντας μια προμήθεια η οποία είναι τελική και περιλαμβάνει
όλα τα παραπάνω κόστη και για τους δύο προηγούμενους εμπλεκομένους. Ετσι, εάν η προμήθεια είναι π.χ. 1%, αποδίδει στην τράπεζα - εκδότη της κάρτας την προμήθεια που της αναλογεί και στο σύστημα πληρωμών την προμήθεια που ορίζει. Εως το 2022 οι τράπεζες ήταν οι ίδιες acquirers των συναλλαγών, αλλά κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών τη δραστηριότητα αυτή την έχουν πουλήσει σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους, όπως η Euronet που εξαγόρασε τη δραστηριότητα της Τράπεζας Πειραιώς κατά 100%, η Nexi που εξαγόρασε τη δραστηριότητα της Alpha Bank κατά 90%, η Wordline που εξαγόρασε τη δραστηριότητα της Eurobank κατά 90% και η Global Payments που εξαγόρασε τη δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας σε ποσοστό 51%.
Αναβάθμιση συστημάτων
Οι πωλήσεις αυτής της δραστηριότητας απέφεραν στις τράπεζες έσοδα περίπου 1 δισ. ευρώ ως τίμημα εξαγοράς και έγιναν στο πλαίσιο αφενός της ανάγκης για είσπραξη εσόδων και αφετέρου της ανάγκης για εκσυγχρονισμό της αγοράς, η οποία απαιτεί σημαντικές επενδύσεις για την αναβάθμιση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, τη δημιουργία συστημάτων κατά της απάτης κ.λπ.
Οι τέσσερις μεγάλοι πολυεθνικοί πάροχοι που έχουν αγοράσει το σύστημα αποδοχής καρτών από τις τράπεζες είναι στο τραπέζι των συνομιλιών με το ΥΠΟΙΚ, καθώς καθορίζουν ένα σημαντικό μέρος της τελικής προμήθειας που πληρώνουν οι έμποροι και όλοι οι επαγγελματίες που πρέπει υποχρεωτικά πλέον να μπορούν να δέχονται συναλλαγές με κάρτες. Στις συζητήσεις που διεξάγονται υπάρχει ένα μπρος-πίσω μεταξύ των εμπλεκομένων για το ποιος τελικά είναι αυτός που είναι πιο ευέλικτος και έχει μεγαλύτερο περιθώριο ώστε να μειώσει το κόστος και να καταστήσει το πλαστικό πιο φιλικό στο εμπορικό κύκλωμα.
Το 2022 οι ελληνικές συστημικές τράπεζες πούλησαν τις δραστηριότητες διαχείρισης των POS σε ξένους ομίλους, εξασφαλίζοντας έσοδα 1 δισ. ευρώ.
Το ύψος των προμηθειών
Από την πλευρά των acquirers, προτάσσουν το επιχείρημα ότι αφενός οι προμήθειες στη χώρα μας είναι πολύ χαμηλότερες από ό,τι σε άλλες αγορές, όπως π.χ. η Αμερική ή η Βρετανία, και αφετέρου ότι αντιμετωπίζουν ανελαστικά κόστη, όπως αυτά που πληρώνουν σε Visa και MasterCard, που είναι τα δύο κυρίαρχα συστήματα πληρωμών (το μερίδιο της Amex είναι πολύ μικρό).
Βασικό επιχείρημα είναι το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα –πριν δηλαδή από την πώληση του συστήματος αποδοχής καρτών από τις τράπεζες– οι προμήθειες δεν ήταν αντιπροσωπευτικές, γιατί οι τράπεζες τιμολογούσαν αυτή την υπηρεσία λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική σχέση που έχει ο έμπορος, όπως τη δανειακή ή την καταθετική σχέση του, με αποτέλεσμα το πραγματικό κόστος να είναι υποτιμολογημένο.
Από τη στιγμή όμως που η δραστηριότητα αυτή πουλήθηκε, το κόστος, που δεν είναι μικρό, πρέπει να αποτυπωθεί στην πραγματική του διάσταση γιατί, όπως επισημαίνουν, «διαφορετικά μπαίνουν μέσα».