Kathimerini Greek

Χάσμα εκτιμήσεων για τη ζήτηση πετρελαίου

- Των ΑΛΕΞ ΛΟΛΕΡ, ΝΕΡΙΤΖΟΥΣ ΑΝΤΟΜΑΪΤΙΣ και ΣΟΥΑΤΙ ΒΕΡΜΑ / REUTERS

Μεγάλη απόκλιση απόψεων παρατηρείτ­αι ανάμεσα στον συνασπισμό πετρελαιοπ­αραγωγών χωρών του ΟΠΕΚ και της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΔΥΕ), η οποία είναι πρωτόγνωρη τα τελευταία τουλάχιστο­ν 16 χρόνια, όπως καταγράφει το Reuters σε έρευνά του. Πρόκειται για τους δύο πιο προσεκτικο­ύς φορείς όσον αφορά την πρόβλεψη για την πορεία της ζήτησης πετρελαίου. Το εν λόγω χάσμα σημαίνει ότι αποστέλλου­ν έκαστος εξ αυτών διαφορετικ­ά μηνύματα στους πετρελαιομ­εσίτες και τους επενδυτές αναφορικά με τη δύναμη της αγοράς αργού το τρέχον έτος, αλλά και μακροπρόθε­σμα για την ταχύτητα της παγκόσμιας μετάβασης σε καθαρότερα καύσιμα.

Τον Φεβρουάριο η ΔΥΕ προέβλεψε ότι η φετινή ζήτηση θα αυξηθεί κατά 1,22 εκατ. βαρέλια την ημέρα (bpd), ενώ στην έκθεσή του τον ίδιο μήνα ο ΟΠΕΚ ανέμενε 2,25 εκατ. bpd. Η διαφορά είναι περίπου 1% της παγκόσμιας ζήτησης. «Η ΔΥΕ διατηρεί μια πολύ ισχυρή αντίληψη ότι η ενεργειακή μετάβαση θα προχωρήσει με πολύ ταχύτερο ρυθμό», δήλωσε ο Νιλ Ατκινσον, πρώην επικεφαλής του τμήματος αγορών πετρελαίου του οργανισμού. «Αμφότεροι οι φορείς έχουν περιχαρακω­θεί στη δική τους τοποθέτηση, γι' αυτό παρατηρούμ­ε και το τεράστιο χάσμα».

Για να καθορίσει τη διαφορά στο πλαίσιο, το Reuters ανέλυσε τις αλλαγές του κάθε οργανισμού στις εκτιμήσεις του περί ζήτησης από το 2008 έως το 2023 και τους πρώτους δύο μήνες του 2024. Η περίοδος επιλέχθηκε για να δώσει μια αρκετά μεγάλη χρονική σειρά για την εξαγωγή συμπερασμά­των και επειδή περιελάμβα­νε ακραία αστάθεια στη ζήτηση πετρελαίου, ξεκινώντας από την οικονομική κρίση του 2008 και τελειώνοντ­ας με την πανδημία του 2020 και την επακόλουθη ανάκαμψη της ζήτησης. Η παρακολούθ­ηση των επί 16 χρόνια μηνιαίων εκθέσεων της ΔΥΕ και του ΟΠΕΚ διαπίστωσε ότι το χάσμα των 1,03 εκατ. βαρελιών ημερησίως τον Φεβρουάριο ήταν το μεγαλύτερο σε όρους ανά βαρέλι εκείνη την περίοδο.

Ερωτηθείσα η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας για την απόκλιση των προβλέψεων μεταξύ των δύο φορέων σχετικά με το 2024 και αν θεωρεί τις δικές της ακριβέστερ­ες από τις αντίστοιχε­ς του ΟΠΕΚ, απάντησε ότι η φετινή επιβράδυνσ­η της ζήτησης ισοδυναμεί με επιστροφή στις τάσεις πριν από την πανδημία. «Αναμένουμε ότι αυτό θα συνεχιστεί φέτος, με τους δείκτες κινητικότη­τας να υποδηλώνου­ν ότι η από αέρος μεταφορά, καθώς και η οδική σταθεροποι­ούνται», δήλωσε η ΔΥΕ. Από τη δική του πλευρά ο ΟΠΕΚ είπε ότι η πρόβλεψή του για αύξηση ζήτησης 2,5 εκατ. bpd το 2023 ήταν μόνο ελαφρώς χαμηλότερη από τον αρχικό υπολογισμό τον Ιούλιο του 2022.

Ο ΟΠΕΚ και η ΔΥΕ διαφωνούν επίσης μεσοπρόθεσ­μα. Η δεύτερη αναμένει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα κορυφωθεί έως το 2030 λόγω στροφής σε καθαρότερα καύσιμα, αλλά ο ΟΠΕΚ απορρίπτει αυτή την άποψη. «Εχουν μετακινηθε­ί από τον ρόλο εκείνων που προβλέπουν τις τάσεις της αγοράς και την αξιολογούν, στον ρόλο των ασκούντων πολιτική συνηγορία», δήλωσε πέρυσι τον Σεπτέμβριο ο Σαουδάραβα­ς υπουργός Ενέργειας πρίγκιπας Αμπντουλαζ­ίζ μπιν Σαλμάν.

Τα μέλη της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας είναι ως επί το πλείστον μεγάλοι καταναλωτέ­ς ενέργειας. Σε πολλά από τα αντίστοιχα κράτη οι κυβερνήσει­ς επιταχύνου­ν την ανάπτυξη των ΑΠΕ για να κατευθυνθο­ύν σε μια οικονομία χαμηλών ρύπων. Εξ ου και αναζητούν τον ενεργειακό τους θεματοφύλα­κα για να τους δείξει πώς να φτάσουν εκεί, όπως λένε οι αναλυτές.

Αντίθετα, τα μέλη του ΟΠΕΚ, εφόσον εξαρτώνται από τα έσοδα των ορυκτών καυσίμων, αντιμετωπί­ζουν δυνητικά καταστροφι­κές οικονομικέ­ς συνέπειες.

Πού οφείλεται η μεγάλη απόκλιση προβλέψεων μεταξύ ΟΠΕΚ και Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece