Η αίρεση του παροντισμού
Κάθε εποχή έχει μια ιδιάζουσα αίσθηση του χιούμορ και της διακωμώδησης, της αναίδειας και της ανευλάβειας. Γιατί χιούμορ ακριβώς σημαίνει να κοροϊδεύεις, συχνά με στοργή και αγάπη, πρόσωπα και καταστάσεις που συνιστούν την καθημερινότητά ενός κοινού στις συγκεκριμένες συνθήκες της ιστορίας που το περιβάλλουν. Η προσπάθεια να κριθεί το χιούμορ του παρελθόντος μέσα από τις προτιμήσεις ή τις ιδεολογικές χρήσεις του παρόντος είναι μια πολύ πρόσφατη τάση της ύστερης νεωτερικότητας. Χρονολογικά ανέβλυσε μετά την ηρωική είσοδο του μεταμοντέρνου στη δεκαετία του ’80, της οποίας η κυρίαρχη αντίληψη
συγκεφαλαιωνόταν στην αρχή «always historicize», δηλαδή πάντα να ιστορικεύεις ούτως ώστε να κρίνεται ένα καλλιτεχνικό έργο μέσα στους περιορισμούς και στις συμβάσεις που του επέβαλε η κυρίαρχη κουλτούρα της εποχής του.
Σήμερα φαίνεται πως η αρχή έχει εντελώς ξεχαστεί και μια προσέγγιση ανιστορικότητας χωρίς
συμφραζόμενα έχει επιβληθεί ιδιαίτερα μέσα από τον χώρο των κοινωνικών δικτυώσεων και του τρόπου με τον οποίο λαμβάνει θεσμική επικύρωση από το κράτος. Σύμφωνα με αυτήν, τόσο ο Σαίξπηρ όσο και η λαϊκή κουλτούρα κάθε εποχής πριν από τη δική μας ήταν βασισμένα σε πατριαρχικά στερεότυπα, μισογυνικά κλισέ και ρατσιστικές αναπαραστάσεις. Ολες οι παλιές ταινίες για παράδειγμα, από τις «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Κυριακάτικο ξύπνημα», «Η θεία από το Σικάγο», «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Αχ και να ’μουν άντρας» ή ακόμη και τις «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Αγάπη μου ουάουα» ή «Τον αράπη και αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς», παρουσιάζουν τη βιοεξουσιαστική πολιτική των κυρίαρχων τάσεων που εμείς σήμερα μπορούμε πλέον να δούμε καθαρά και να απορρίψουμε.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης επινόησε τον όρο «αίρεση του παροντισμού» γι’ αυτή την προσέγγιση. Το παρελθόν, μέσα στην απόσταση που μας χωρίζει, μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσω της απόλυτης ετερότητάς του. Μια έκφραση ή μια αναπαράσταση, που μοιάζει ρατσιστική σήμερα, δεν προσελήφθη καθόλου ως ρατσιστική την εποχή που διαμορφώθηκε. Για παράδειγμα, σε μια από τις πρώτες ελληνικές ταινίες «Οι περιπέτειες του Βιλάρ» (1924) καταγράφεται μια μοναδική εμφάνιση ενός αφροαμερικανικού μουσικού συγκροτήματος τζαζ με τον υπέρτιτλο «Η εκδίκησις του αράπη». Η αντίληψη ότι ο ρατσισμός υπήρχε εγγενώς στους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς είναι μια απλουστευτική και έως ένα σημείο παραμορφωτική κατανόηση του παρελθόντος. Ο παροντισμός παρερμηνεύει και αποστειρώνει το παρελθόν, δημιουργεί μια αντίληψη ανωτερότητας του τώρα και διαμορφώνει μια αφιστορικευμένη προσδοκία για την κατανόηση των σημασιακών δεδομένων του χθες. Θυμίζει καλβινιστικό πουριτανισμό παρά ιστορικό σκεπτικισμό, δηλώνει διανοητική νωθρότητα και έλλειψη έρευνας παρά κριτική και εξεταστικότητα. Ταυτόχρονα πιο πολύ καταγγέλλει παρά ερμηνεύει, πιο πολύ στιγματίζει παρά διαφωτίζει. Με άλλα λόγια προσπαθεί να δει το είδωλό της στο παρελθόν και όταν δεν το βρίσκει, το καταδικάζει.
Παρερμηνεύει και αποστειρώνει το παρελθόν, πιο πολύ καταγγέλλει παρά ερμηνεύει, πιο πολύ στιγματίζει παρά διαφωτίζει.
Αλλά όλοι γνωρίζουμε πως «the past is another country: they do things differently there». Σημασία έχει να ταξιδέψουμε σε αυτή τη χώρα για να μας δείξει αυτά που έχουν ξεπεραστεί ή συνεχίζουν να μας βασανίζουν. Το παρόν δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Θα λέγαμε πως επαναδιατυπώνει τα προβλήματα που απασχόλησαν τους προγενέστερους, όπως τα διατύπωσαν στη δική τους γλώσσα και για το δικό τους κοινό – και μέσα από αυτή θα πρέπει να κριθούν και να αξιολογηθούν.