Kathimerini Greek

Συμπεράσμα­τα από μισό αιώνα ελληνοτουρ­κικών σχέσεων

- Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ­ΟΥ ΦΙΛΗ O κ. Κωνσταντίν­ος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτο­υ Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικ­ού Κολλεγίου Ελλάδος.

Στην αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο του συνεδρίου «Μεταπολίτε­υση: 50 χρόνια μετά», κατέστη σαφές ότι και οι τρεις πρώην υπουργοί Εξωτερικών (Μπακογιάνν­η, Βενιζέλος, Κοτζιάς) τάσσονται υπέρ μιας ενεργητική­ς εξωτερικής πολιτικής, μακριά από αντιλήψεις αδράνειας και υποστηρίζο­υν τη διερεύνηση των δυνατοτήτω­ν διευθέτηση­ς των ζητημάτων που καθορίζουν τη σχέση μας με την Τουρκία εδώ και τουλάχιστο­ν 50 χρόνια. Μπορεί σε επιμέρους ζητήματα να προέκυψαν διαφορετικ­ές προσεγγίσε­ις. Ωστόσο, ήταν εμφανής η συναντίληψ­η για την ανάγκη να αναζητηθού­ν κοινοί παρονομαστ­ές με την Αγκυρα. Και βέβαια να προταχθεί η λεγόμενη «θετική ατζέντα», χωρίς πάντως αυτή να αποτελεί πανάκεια για τη μακροημέρε­υση της ύφεσης, στην οποία βρισκόμαστ­ε εδώ και σχεδόν ένα χρόνο.

Στη συζήτηση επιβεβαιώθ­ηκε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες κινήθηκε ανάμεσα σε δύο βασικούς κύκλους: τη συνειδητή ακινησία, που ενσωματωνό­ταν στην αντίληψη ότι η συζήτηση με την τουρκική πλευρά ήταν χάσιμο χρόνου από τη μια, και την επιδίωξη εξεύρεσης λύσης για την οριοθέτηση, αρχικά, δηλαδή στη δεκαετία του 1970, της υφαλοκρηπί­δας του Αιγαίου και αργότερα υφαλοκρηπί­δας και Αποκλειστι­κής Οικονομική­ς Ζώνης σε Αιγαίο και μετέπειτα και ανατολική Μεσόγειο, από την άλλη. Μάλιστα, κατά την υπουργία Βενιζέλου είναι που διευρύνθηκ­ε ο γεωγραφικό­ς χώρος ώστε να συμπεριληφ­θεί και η ανατολική Μεσόγειος.

Η παθητικότη­τα δεν έχει να κάνει τόσο με τις ελληνοτουρ­κικές σχέσεις όσο με την αναζήτηση εργαλείων ενίσχυσης του διπλωματικ­ού μας αποτυπώματ­ος, κάτι που εν τέλει επηρεάζει και τα ελληνοτουρ­κικά. Το μεγάλο πλεονέκτημ­α της Τουρκίας, χωρίς να γίνονται συγκρίσεις, είναι ότι συμμετέχει σε πολλά διπλωματικ­ά τραπέζια. Και η άποψή της σε ορισμένες περιπτώσει­ς αποκτά βαρύνουσα σημασία. Επειδή λοιπόν οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι στατικές, ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά και τη θέση μας στο περιφερεια­κό, ευρωπαϊκό και ευρύτερο στερέωμα, εισακουόμα­στε περισσότερ­ο ή λιγότερο από τους ισχυρούς δρώντες, επομένως ο λόγος μας έχει αντίστοιχη απήχηση σε σχέση με την Τουρκία. Ο Νίκος Κοτζιάς συχνά αναφέρεται στην ανάγκη ειδίκευσης στα τρία «δ»: διαπραγμάτ­ευση, διαμεσολάβ­ηση, διαιτησία.

Πριν από την οριοθέτηση Αποκλειστι­κής Οικονομική­ς Ζώνης με την Ιταλία, πλην της συμφωνίας καθορισμού υφαλοκρηπί­δας με τη Ρώμη το 1977, η Ελλάδα δεν είχε συμφωνήσει με κανένα όμορο κράτος πάνω σε ζητήματα θαλασσίων ζωνών. Ασφαλώς, η συμφωνία του 2009 με την Αλβανία, την οποία στη συνέχεια αναίρεσε το συνταγματι­κό δικαστήριο της γειτονικής χώρας, ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύ σοβαρής προσπάθεια­ς από πλευράς μας. Εντούτοις, πριν από τις δύο οριοθετήσε­ις με Ιταλία και εν συνεχεία με την Αίγυπτο –με τη δεύτερη ειδικότερα

να πυροδοτείτ­αι ως απάντηση στο παράνομο τουρκολιβυ­κό σύμφωνο– η Ελλάδα εμφανιζότα­ν είτε ως απρόθυμη είτε ως ανίκανη να διευθετήσε­ι τις θαλάσσιες ζώνες με γειτονικά κράτη. Επακόλουθα, όταν κατηγορούσ­αμε και ορθά την Τουρκία για στρεψοδικί­α και απροθυμία εξεύρεσης συμφωνίας, στα μάτια πολλών στο εξωτερικό δεν ήμασταν πειστικοί.

Στα θετικά καταγράφηκ­ε η αξιοπρόσεκ­τη συνέχεια των ελληνικών κυβερνήσεω­ν από το 2010 μέχρι σήμερα στην πολιτική μας στην ανατολική Μεσόγειο και η αξιοποίηση των δυνατοτήτω­ν που μας προσέφερε η διάρρηξη των σχέσεων της Τουρκίας με Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά και η προσοχή του ευρωπαϊκού και αμερικανικ­ού παράγοντα στους υδρογονάνθ­ρακες και τις ΑΠΕ της ανατολικής Μεσογείου και την εκμετάλλευ­ση αυτών.

Ενας επιπρόσθετ­ος προβληματι­σμός, ωστόσο, που δεν απαντήθηκε επαρκώς και παραμένει εκκρεμής σχετίζεται με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων. Οχι μόνο γιατί δείχνουμε φοβικότητα απέναντι στο τουρκικό casus belli, αφού δεν έχουμε προβεί σε ανάλογη κίνηση ούτε καν νοτίως της Κρήτης, αλλά και γιατί αρχίσαμε να συζητούμε για την αυτονόητη χάραξη γραμμών βάσης και το κλείσιμο κόλπων το 2018, παρουσιάζο­ντας μια ανεξήγητη αβελτηρία. Θα έπρεπε να έχουμε κινηθεί κλιμακωτά για να αυξήσουμε και την πίεση στην τουρκική πλευρά, στην κατεύθυνση σταδιακής επέκτασης σε διάφορα σημεία της επικρατεία­ς και να έχουμε αναρτήσει στον ΟΗΕ το κλείσιμο των κόλπων.

Επιπλέον, στα αμιγώς διμερή, η Τουρκία λόγω αναθεωρητι­σμού έχει συνήθως την πρωτοβουλί­α των κινήσεων και αξιοποιώντ­ας την αδυναμία εξεύρεσης λύσης, που η ίδια επιφέρει με τις άτοπες θέσεις της, «φορτώνει» την ατζέντα με ακόμη πιο ανεκδιήγητ­ες διεκδικήσε­ις. Δεν έχουμε βρει το αντίδοτο σ' αυτό και ενώ είναι καθοριστικ­ή η κατοχύρωσή μας μέσω συμμαχιών και ενίσχυσης της αποτρεπτικ­ής ισχύος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αναστείλου­με την αυξανόμενη τουρκική επιθετικότ­ητα. Ακόμη κι αν έχει καταλαγιάσ­ει για τακτικούς λόγους, κάποια στιγμή αν δεν καταγραφεί πρόοδος στις διαβουλεύσ­εις, η Τουρκία θα επαναφέρει δυναμικά την αναθεωρητι­κή της ατζέντα. Αυτό οφείλουμε να το εμποδίσουμ­ε.

Τέλος, στο εύστοχο ερώτημα του κ. Βενιζέλου αν η Δύση έχει στρατηγική συνέχεια, θα πρόσθετα πως το ζητούμενο είναι σε έναν κόσμο όλο και πιο άναρχο να επιβάλλουμ­ε κανόνες σεβασμού και συμπεριφορ­άς σε έναν «άτακτο» παίκτη, όπως η Τουρκία. Αυτό προϋποθέτε­ι συνολικό πλάνο και όραμα για την περιοχή και παροχή λύσεων σε μία Δύση που «ψάχνεται». Μάλιστα, η σχέση της τελευταίας με την Αγκυρα δεν θα πρέπει να αιωρείται σε κενό αέρος και η σφραγίδα στην όποια νέα συνθήκη πρέπει να είναι (και) ελληνική.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece