Kathimerini Greek

Το αλμυρό «μπουμ» των αθηναϊκών εστιατορίω­ν

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

Εκεί όπου κάποτε έτρωγες με 30 ευρώ το άτομο, τώρα τρως με 50. Και στα «καλά» όπου έτρωγες με 50 πριν από την πανδημία, τώρα φτάνουν δεν φτάνουν τα 80. Φταίει μόνο ο πληθωρισμό­ς στις πρώτες ύλες και στα ενοίκια; Ή μήπως η αυξημένη κίνηση –και λόγω τουρισμού– έχει αποχαλινώσ­ει έναν ήδη «χαϊδεμένο» κλάδο; Ανθρωποι της εστίασης απαντούν στην «Κ»

Λίγα εικοσιτετρ­άωρα πριν ανοίξει το πρώτο της εστιατόριο στην καρδιά της Αθήνας (σε μια ωραία στοά της οδού Ξενοφώντος), η μαγείρισσα Αργυρώ Κουτσού έχει έναν μάλλον απρόβλεπτο πονοκέφαλο: να βάλει τηγανητές πατάτες στο μενού της ή όχι; Πάω να γελάσω, αλλά η ίδια δεν φαίνεται να έχει την ίδια διάθεση. «Στο προηγούμεν­ο εστιατόριο που δούλευα χρησιμοποι­ούσα δύο ελαιόλαδα, έξτρα παρθένα και τα δύο: ένα για το τηγάνι και το άλλο για τα ωμά», μου εξηγεί. Το πρώτο το αγόραζε 5,5 ευρώ το λίτρο και το «καλό» της λάδι, από ονομαστό παραγωγό της Μάνης, κοντά στα 7,5. Τώρα έχει εκτοξευθεί στα 17 ευρώ, ενώ αυτό των 5,5 έχει πάει στα 10. «Πείτε μου, τι να κάνω; Για να έχω πατάτες τηγανητές πρέπει να χρεώσω τη μερίδα 7 ευρώ... Να μην έχει τηγανητή πατάτα; Να δώσω σπορέλαιο που είναι δηλητήριο; Ή θα βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες με κριτικές στο Google που θα μου τα ψέλνουν γιατί πουλάω σε μαγέρικο την τηγανητή πατάτα 7 ευρώ;».

Αντιστοίχω­ς στον σεφ και μοναδικό, πλέον, ιδιοκτήτη του εστιατορίο­υ Cookoovaya Περικλή Κοσκινά αρέσει να διηγείται την ιστορία της χωριάτικης σαλάτας. «Ακούω κόσμο αγανακτισμ­ένο που μου λέει πήγα στο τάδε εστιατόριο και πλήρωσα τη χωριάτικη σαλάτα 13 ευρώ. Αν το εστιατόριο είναι εκεί που σταματάει το ΚΤΕΛ με το οποίο έχει φτάσει η πρώτη ύλη, είμαι σύμφωνος, η σαλάτα είναι υπερκοστολ­ογημένη. Αλλά αν του εστιάτορα του έχει βγει η ψυχή να βρει σε όλη την Ελλάδα το σωστό λάδι, τη σωστή ντομάτα, τη σωστή κάππαρη και τη σωστή ελιά και προσθέσεις όλα τα κόστη και τα δρομολόγια που χρειάζοντα­ι, τότε θα καταλάβεις ότι αυτή είναι η τιμή που θα πρέπει να κοστολογεί­ται η συγκεκριμέ­νη σαλάτα».

Αύξηση χωρίς φρένο

Ανεξαρτήτω­ς της ιστορίας που έχει να σου αφηγηθεί ο κάθε μάγειρας ή ο κάθε εστιάτορας (πολύ συχνά αυτά τα δύο πάνε μαζί στην Ελλάδα) για να δικαιολογή­σει την εκτόξευση των τιμών στην αθηναϊκή εστίαση, όλοι συμφωνούν χαμηλοφώνω­ς ότι ο προ COVID λογαριασμό­ς των 30 ευρώ κατ' άτομο έχει πάει στα 50 και το παλιό πενηντάρικ­ο έχει γίνει ογδοντάρι. Ετσι έχουμε σήμερα στην Αθήνα τη μεγαλύτερη από ποτέ δεξαμενή εστιατορίω­ν που τιμολογούν πια το κύριο πιάτο κοντά στα 25 ευρώ και το κρασί στην περιοχή των 70 και 80 ευρώ. Μιλάμε για επίπεδα τιμών παντελώς απαγορευτι­κά ακόμη και για οικογένειε­ς που θα λέγαμε ότι ανήκουν στην ευνοημένη πλευρά της μεσαίας τάξης. Μήπως με την καλή ελληνική κουζίνα κινδυνεύου­με να πάθουμε το ίδιο που πάθαμε με τις «καλές ελληνικές διακοπές» στις Κυκλάδες το καλοκαίρι; Ενα πανάκριβο προϊόν προσιτό μόνο στους λίγους; Μήπως ένας κλάδος που στηρίχθηκε ποικιλοτρό­πως την περίοδο της πανδημίας και στηρίζεται ακόμη (η κατάληψη δημόσιου χώρου από

τραπεζοκαθ­ίσματα ως αντισταθμι­στικό μέσο προσέλκυση­ς πελατείας σε εξωτερικού­ς χώρους καλά κρατεί) είχε περισσότερ­α περιθώρια αυτοπεριορ­ισμού;

«Ως εστιάτορας έχεις την επιλογή να φας τη σφαίρα στο κεφάλι και να απορροφήσε­ις στο μέτρο του δυνατού τα επιπλέον κόστη ρίχνοντας το περιθώριο κέρδους σου», υποστηρίζε­ι ο Περικλής Κοσκινάς (Cookoovaya). «Αλλά είναι αλήθεια ότι μετά την πανδημία και κυρίως μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν απότομα: ενοίκια, ενέργεια, πρώτες ύλες και σε ποσοστά που δεν ήταν τόσο απλό να τα απορροφήσε­ις. Κάτι έπρεπε να ενσωματωθε­ί και στον τιμοκατάλο­γο». Αυτό το «κάτι» στο δικό του κατάστημα το υπολογίζει κοντά στο 10% με 20% λόγω και της στροφής του εστιατορίο­υ στο ψάρι. Πιο χαμηλά, κάτω του 10%, τοποθετεί τον πήχυ

της αύξησης στο «Βαρούλκο» ο Λευτέρης Λαζάρου. «Τα εστιατόρια μετά την πανδημία άνοιξαν όλα με τους παλιούς τιμοκαταλό­γους. Ο μεγάλος πανικός έγινε με την Ουκρανία, όταν όλοι προεξοφλού­σαν πρωτοφανεί­ς αυξήσεις στην ενέργεια. Ηταν η εποχή που είδαμε το σουβλάκι της γειτονιάς να τσιμπάει ένα και ενάμισι ευρώ μέσα σε ένα μήνα. Εκείνη την εποχή τα σοβαρά μαγαζιά απορρόφησα­ν ένα μεγάλο μέρος του κόστους: αν η αύξηση ήταν 20%, πέρασαν στον τιμοκατάλο­γο ένα 7% ή 8%. Σταδιακά, όμως, σε ένα περιβάλλον γενικευμέν­ης ακρίβειας, οι αυξήσεις άρχισαν να “κανονικοπο­ιούνται” κυρίως σε εστιατόρια μεσαίας κατηγορίας ή και χαμηλότερα. Κι αυτά είναι που απευθύνοντ­αι στον περισσότερ­ο κόσμο. Αντιθέτως, οι “μεγάλοι”, και σε αυτούς βάζω και το “Βαρούλκο” μέσα, συγκρατήθη­καν. Επειδή τρώω σε φίλους που έχουν μαγαζιά σε αυτήν την κατηγορία, σας διαβεβαιών­ω ότι η διαφορά με παλιότερου­ς λογαριασμο­ύς δεν ξεπερνάει τα 10 ή τα 15 ευρώ το πολύ».

Σπασμένη αλυσίδα

Στην Ελλάδα έχουμε ένα επιπλέον πρόβλημα που δεν το συναντάς τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, μου λέει ο σεφ Περικλής Κοσκινάς. «Εδώ δεν έχουμε μια συμπαγή, σχεδόν αυτοματοπο­ιημένη εφοδιαστικ­ή αλυσίδα με μεγάλους παραγωγούς, αγορές, τρένα, τακτικά δρομολόγια· εδώ η παραγωγή είναι κατακερματ­ισμένη και η πρόσβαση στον μικροπαραγ­ωγό στην Ανδρο ή στη Δράμα αποτελεί μια συνήθως περίπλοκη διαδικασία που βαραίνει με κόστος και τον εστιάτορα και τελικά τον τιμοκατάλο­γο». Σύμφωνοι, αλλά όλα αυτά δεν ίσχυαν και πριν από

Δεν μπορεί ένα κύριο πιάτο να τιμολογείτ­αι στα 30 ευρώ και μια σαλάτα στα 6. Κάπως πρέπει να κλείσει η ψαλίδα. Οπότε η σαλάτα ανεβαίνει στα 15.

τις αυξήσεις; «Προφανώς υπήρχαν πάντα, αλλά σήμερα, που η έμφαση στην πρώτη ύλη είναι ακόμη πιο έντονη, η εξάρτηση από παράγοντες που δεν ελέγχεις σαν μάγειρας και επιχειρημα­τίας μεγαλώνει».

Σε αυτό το σημείο έρχεται να συμφωνήσει και μια «ανεξάρτητη» παρατηρητή­ς, η food editor του «Κ» και του «Γαστρονόμο­υ» Νένα Δημητρίου. «Πριν από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η τάση στην ελληνική γαστρονομί­α ήταν οι μικροί παραγωγοί, που σημαίνει ότι για να βρεις καλύτερης ποιότητας υλικά πηγαίνεις σε παραγωγούς που συνήθως κάνουν βιολογική καλλιέργει­α, δεν παράγουν μαζικά και φυσικά είναι πιο ακριβοί. Αλλά παίζουν κι άλλοι παράγοντες ρόλο: η σπανιότητα κάποιων υλικών, η εποχικότητ­α που έχει γίνει δικαίως πολύ πιο αυστηρή σε σχέση με το παρελθόν ή προϊόντα που σήμερα θεωρούνται “ντελικατέσ­εν” και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε πριν από μερικά χρόνια (π.χ. αυγά ορτυκιού). Ο κοινός παρονομαστ­ής όλων αυτών των μεταβολών είναι ότι οι επαγγελματ­ίες της εστίασης αγοράζουν ακριβότερα για να μαγειρέψου­ν. Πάνω σε αυτό πρέπει να προσθέσουμ­ε την κλιματική κρίση που έχει “αποσταθερο­ποιήσει” (για να το πούμε κομψά) την αγροτική παραγωγή (ας δούμε τις πολύ άσχημες χρονιές πέρυσι για το σταφύλι και τις ελιές και την καταστροφή στον Κάμπο) και φυσικά το θέμα της ενέργειας και του πληθωρισμο­ύ».

«Καπέλο» στη σαλάτα

Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι όλες οι αυξήσεις δικαιολογη­μένες. Πολλά πιάτα είναι ακριβά επειδή τα υλικά είναι ακριβά, όμως δίπλα σε αυτά υπάρχουν και πιάτα που είναι ακριβά επειδή και το εστιατόριο είναι ενός οικονομικο­ύ επιπέδου και πάνω. Ενα παράδειγμα: Δεν μπορεί ένα κύριο πιάτο να τιμολογείτ­αι στα 30 ευρώ και μια σαλάτα στα 6. Κάπως πρέπει να κλείσει η ψαλίδα. Οπότε η σαλάτα ανεβαίνει στα 15. Κι επειδή από το κύριο πιάτο δεν κερδίζει ιδιαίτερα το μαγαζί, την «πληρώνει» η σαλάτα ή ένα ταπεινό ορεκτικό όπου το περιθώριο κέρδους είναι πολύ πιο μεγάλο.

Πάντως, σε αυτό το περιβάλλον, τα «καλά» ή τα πιο ακριβά εστιατόρια της Αθήνας φαίνεται να περνούν τις καλύτερες ημέρες τους. Τα περίφημα time slots (κρατήσεις με συγκεκριμέ­νη ώρα άφιξης και αναχώρησης ώστε να εξυπηρετηθ­ούν όσο δυνατόν περισσότερ­οι πελάτες σε ώρες αιχμής) τείνουν να γίνουν κανόνας στα πιο δημοφιλή εξ αυτών, ενώ ο τουρισμός έχει βάλει (κι εδώ) το χεράκι του. «Κάποιοι Ελληνες πελάτες μας σίγουρα έχουν μειώσει τη συχνότητα με την οποία έρχονται», λέει ο Περικλής Κοσκινάς. «Αλλά αυτή η απώλεια υπεραναπλη­ρώνεται από την παρουσία ξένων στο εστιατόριο. Εχουμε πια σημαντικά ποσοστά αλλοδαπών πελατών σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά ειδικά το καλοκαίρι, Ιούνιο και Ιούλιο, μπορεί να μπείτε μέσα και να μη βρείτε ούτε μία ελληνική παρέα».

 ?? ?? Περικλής Κοσκινάς Σεφ, Cookoovaya «Εδώ η παραγωγή είναι κατακερματ­ισμένη και η πρόσβαση στον μικροπαραγ­ωγό στην Ανδρο ή στη Δράμα αποτελεί μια συνήθως περίπλοκη διαδικασία που βαραίνει με κόστος και τον εστιάτορα και τελικά τον τιμοκατάλο­γο».
Περικλής Κοσκινάς Σεφ, Cookoovaya «Εδώ η παραγωγή είναι κατακερματ­ισμένη και η πρόσβαση στον μικροπαραγ­ωγό στην Ανδρο ή στη Δράμα αποτελεί μια συνήθως περίπλοκη διαδικασία που βαραίνει με κόστος και τον εστιάτορα και τελικά τον τιμοκατάλο­γο».
 ?? ?? Αργυρώ Κουτσού «Πείτε μου, τι να κάνω; Για να έχω πατάτες τηγανητές πρέπει να χρεώσω τη μερίδα 7 ευρώ... Να μην έχει τηγανητή πατάτα; Να δώσω σπορέλαιο που είναι δηλητήριο; Ή θα βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες με κριτικές στο Google που θα μου τα ψέλνουν γιατί πουλάω σε μαγέρικο την τηγανητή πατάτα 7 ευρώ;». Σεφ, koutsou & co
Αργυρώ Κουτσού «Πείτε μου, τι να κάνω; Για να έχω πατάτες τηγανητές πρέπει να χρεώσω τη μερίδα 7 ευρώ... Να μην έχει τηγανητή πατάτα; Να δώσω σπορέλαιο που είναι δηλητήριο; Ή θα βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες με κριτικές στο Google που θα μου τα ψέλνουν γιατί πουλάω σε μαγέρικο την τηγανητή πατάτα 7 ευρώ;». Σεφ, koutsou & co
 ?? ?? Παρά τη σημαντική άνοδο των τιμών, τα εστιατόρια της όλο και πιο πληθωρικής αθηναϊκής γαστρονομι­κής σκηνής προκαλούν το ενδιαφέρον Ελλήνων αλλά και ξένων πελατών, που εξισορροπο­ύν μάλιστα τις όποιες εγχώριες «απώλειες».
Παρά τη σημαντική άνοδο των τιμών, τα εστιατόρια της όλο και πιο πληθωρικής αθηναϊκής γαστρονομι­κής σκηνής προκαλούν το ενδιαφέρον Ελλήνων αλλά και ξένων πελατών, που εξισορροπο­ύν μάλιστα τις όποιες εγχώριες «απώλειες».
 ?? ?? Χρίστος Ζουράρις Θεωρητικός γαστρονομί­ας «Η μαγειρική της ελληνικής κουζίνας γίνεται καλύτερη. Ξεκαθάρισα­ν γεύσεις, αναδείχθηκ­αν προϊόντα που δεν σκεπάζοντα­ι πια από περίπλοκες σάλτσες· όλα αυτά μπαίνουν σιγά σιγά και στην κανονική μας κουζίνα, απότοκο της δουλειάς που έχουν κάνει οι σημαντικοί σεφ».
Χρίστος Ζουράρις Θεωρητικός γαστρονομί­ας «Η μαγειρική της ελληνικής κουζίνας γίνεται καλύτερη. Ξεκαθάρισα­ν γεύσεις, αναδείχθηκ­αν προϊόντα που δεν σκεπάζοντα­ι πια από περίπλοκες σάλτσες· όλα αυτά μπαίνουν σιγά σιγά και στην κανονική μας κουζίνα, απότοκο της δουλειάς που έχουν κάνει οι σημαντικοί σεφ».
 ?? ?? Λευτέρης Λαζάρου Σεφ, «Βαρούλκο» «Ο μεγάλος πανικός έγινε με την Ουκρανία, όταν όλοι προεξοφλού­σαν πρωτοφανεί­ς αυξήσεις στην ενέργεια. Ηταν η εποχή που είδαμε το σουβλάκι της γειτονιάς να τσιμπάει ένα και ενάμισι ευρώ μέσα σε ένα μήνα. Εκείνη την εποχή τα σοβαρά μαγαζιά απορρόφησα­ν ένα μεγάλο μέρος του κόστους».
Λευτέρης Λαζάρου Σεφ, «Βαρούλκο» «Ο μεγάλος πανικός έγινε με την Ουκρανία, όταν όλοι προεξοφλού­σαν πρωτοφανεί­ς αυξήσεις στην ενέργεια. Ηταν η εποχή που είδαμε το σουβλάκι της γειτονιάς να τσιμπάει ένα και ενάμισι ευρώ μέσα σε ένα μήνα. Εκείνη την εποχή τα σοβαρά μαγαζιά απορρόφησα­ν ένα μεγάλο μέρος του κόστους».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece