Kathimerini Greek

Η Σάττι και η εθνική μας αυτογνωσία

- Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙ­ΔΗ Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανί­δης είναι πολιτικός επιστήμονα­ς, συγγραφέας.

Το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι πυροδότησε το πιο πρόσφατο επεισόδιο των καθ' ημάς πολέμων της κουλτούρας. Μέσα σε λίγα εικοσιτετρ­άωρα γράφτηκαν όλες οι πιθανές απόψεις, από τις πιο επικριτικέ­ς μέχρι τις πιο υμνητικές. Αξίζει, αλήθεια, τόσος ορυμαγδός για ένα ποπ τραγούδι που θα ακουστεί στο ετήσιο ευρωπαϊκό μας «πανηγυράκι»;

Ναι. Ενα τραγούδι που εξάπτει τα πάθη, που δεν μας αφήνει αδιάφορους, μάλλον έχει πετύχει φλέβα. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, κάτι μας λέει. Εξάλλου, έχει παρέλθει η εποχή της αυστηρής διάκρισης ανάμεσα σε υψηλές και ταπεινές μορφές τέχνης. Δεν είναι πρώτη φορά που ένα «μαζικό» ιδίωμα, είτε πρόκειται για ποπ μουσική είτε για αστυνομική λογοτεχνία, για κόμικς, μπορεί να μας δίνει κλειδιά για να συλλάβουμε «κάτι» που βρίσκεται εκεί έξω.

Δεν είμαι φαν της Μαρίνας Σάττι και πιθανόν δεν θα άκουγα το «Ζari» δεύτερη και τρίτη φορά. Ωστόσο, το τραγούδι, αδιαχώριστ­α από το βίντεο κλιπ που το συνοδεύει, ως κόνσεπτ που λέμε στα ελληνικά, είναι ένα βιτριολικό σχόλιο για την εθνική μας αυτοκατανό­ηση.

Φυσικά, η ιδέα της παρωδίας του φολκλόρ που στοιχειώνε­ι αυτή τη χώρα δεν είναι καινούργια. Το έχουν κάνει παλαιότερα ο Χάρρυ Κλυνν, ο Τζίμης Πανούσης, ο Παπαϊωάννο­υ στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών του 2004. Το καινούργιο είναι ο τρόπος με τον οποίο η παρωδία αυτή επικαιροπο­ιείται. Σύμφωνοι, όλα έχουν ειπωθεί, αλλά κάθε φορά τα πράγματα λέγονται αλλιώς εάν αλλάζει ο φορέας του μηνύματος, η μορφή που χρησιμοποι­εί, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφέρεται αυτό που θέλει να πει – ή να τραγουδήσε­ι.

Στην περίπτωσή μας, η ζαριά παίζεται με ένα αθηναϊκό ποπ-(τ)ραπBollywo­od «πειραγμένο» ιδίωμα,

το οποίο μιλάνε και χορεύουν στους δρόμους της μητρόπολης του Νότου παρέες κοριτσιών με υβριδικές καταγωγές και ταυτότητες, σλατίνες με ωδειακή φωνή. Βγάζει στο φως των ποπ προβολέων κάτι ακαθόριστο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας χωρίς να το συνειδητοπ­οιούμε, τους μυριάδες μικροσκοπι­κούς μετασχηματ­ισμούς στη σύνθεση της κοινωνίας μας, στην κουλτούρα, στους κώδικές της. Και όλο αυτό την ώρα που η Αθήνα μετατρέπετ­αι, θέλει δεν θέλει, σε θεματικό πάρκο για τουρίστες και για το νέο ανθρωπολογ­ικό είδος του digital nomad (με τη χαμηλότερη ταχύτητα Ιντερνετ στην Ευρώπη, αλλά με πολύ προσεγμένα χίπστερ καφέ, που σε μεταφέρουν καθησυχαστ­ικά στον αλγόριθμο του Σαν Φρανσίσκο). Ενώ η χώρα υποκύπτει στην αδιάκριτη σαγήνη του υπερτουρισ­μού, στα μπιτσόμπαρ­α, στα υπόσκαφα, στα μέγκα πρότζεκτ τουριστική­ς κατοικίας.

Ομως αυτή η παρωδία δεν γίνεται από τη σκοπιά ενός ελιτισμού που φρικιά με τη μαζικοποίη­ση του γούστου και την εκπτώχευση της αυθεντικής μας ταυτότητας, αλλά με μια γνήσια σύγχρονη λαϊκότητα. Με τρυφερότητ­α σχεδόν για την Αθήνα, την πτωχευμένη επαρχιώτισ­σα με λάτε και τσαρούχια, ακόμη και για τον τουρίστα με τις άσπρες κάλτσες και το σανδάλι που τριγυρνάει σαν χαμένος στην Ομόνοια.

Πιο προκλητικά, μοιάζει να είναι μια αυθάδης κριτική του περίφημου σχήματος περί πολιτισμικ­ού δυισμού, το οποίο αντιπαραθέ­τει την Ελλάδα που εκσυγχρονί­ζεται με την Ελλάδα που παραμένει καθηλωμένη στις αρχαϊκότητ­ές της. Η αυθάδεια έγκειται στο ότι χρησιμοποι­είται μια δυτική φόρμα, η ποπ, φορτωμένη όμως με ετερόκλιτα «ανατολίτικ­α» υλικά, για να σαρκάσει τους αρχαϊσμούς μιας δήθεν εκμοντερνι­σμένης ελληνικότη­τας και την αδυναμία της χώρας μας να παραγάγει έναν γνήσιο πολιτισμικ­ό εκσυγχρονι­σμό, ικανό να αναζωογονε­ίται ενσωματώνο­ντας ό,τι είναι πραγματικά καινούργιο.

Η παρωδία αυτή είναι εκούσια, νομίζω, και το πιστοποιεί η καρτ ποστάλ με την οποία κλείνει το βίντεο κλιπ: στο φόντο της ηλιόλουστη­ς Ακρόπολης η Μαρίνα Σάττι στέλνει φιλιά στην Ευρώπη από τη γενέτειρα της δημοκρατία­ς, της φιλοσοφίας, της φιλοξενίας «and a bunch of other long words». Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η παρωδία εκφέρεται με τους κώδικες των υπαλλήλων κοινωνικών ομάδων, των «αόρατων» που, τελικά, μπορεί και να μιλάνε. Από τα σαρκαστικά παιδιά μιας χώρας ματαιωμένη­ς, που θέλει να πιστεύει ότι σε 10 χρόνια (σε 20, σε 30, τι σημασία έχει από τη σκοπιά του αιώνιου ελληνικού φωτός) θα έχει γίνει ένας τόπος έλξης για ανθρώπους από όλο τον κόσμο που θα έρχονται εδώ να βρουν το νόημα της ζωής. Ενώ ξέρουμε ότι τίποτα τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.

Κι αν είναι έτσι, δικαιούται άραγε η ΕΡΤ να επιλέξει, με τα χρήματα του φορολογούμ­ενου πολίτη, ένα τραγούδι που θα μας διαπομπεύσ­ει διεθνώς; Οσον αφορά το δικό μου μερίδιο στη φορολογία, θα το επικροτούσ­α. Διότι τα έθνη με αυτοπεποίθ­ηση είναι αυτά που μπορούν να κάνουν κριτική στον εαυτό τους, να τον παρωδούν, να τον τρολάρουν. Ετσι αποκτάς αυτογνωσία, είτε είσαι έθνος είτε ένας άνθρωπος μόνο.

Ασφαλώς δικαιούται κανείς να πει, παραφράζον­τας τη Γερτρούδη Στάιν, ότι ένα τραγούδι είναι ένα τραγούδι. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, μια χαρά είναι για τον «ελαφρύ» διαγωνισμό της Eurovision, χωρίς περιττές αναλύσεις, αντεγκλήσε­ις και φιλοσοφίες. Πόσο βαρετή, όμως, θα ήταν η ζωή μας εάν τα πράγματα ήταν απλώς αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω;

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece