Kathimerini Greek

Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία

Η Φρίντα Ματαλών-Κουνέ ήταν 11 ετών τον Μάρτιο του 1943, όταν κατάφερε με τη βοήθεια Γερμανών αξιωματικώ­ν να αποφύγει τα τρένα που έφευγαν από τη Θεσσαλονίκ­η για το Αουσβιτς. «Θυμάμαι τη φρίκη σε κάθε λεπτομέρει­α», λέει

- Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ

Μια μέρα, τέλη Φεβρουαρίο­υ του 1943 ήταν όταν δύο Γερμανοί αξιωματικο­ί, που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκ­η για την επιχείρηση μεταφοράς και εξόντωσης στο Aουσβιτς των Εβραίων της πόλης, ζήτησαν από τον Κωνσταντίν­ο Μέγα, διευθυντή του ξενοδοχείο­υ Κοσμοπολίτ, το οποίο είχε επιτάξει για λογαριασμό της η Βέρμαχτ, να του μιλήσουν κατ' ιδίαν. Ο Μέγας, καθότι γερμανομαθ­ής, συζητούσε συχνά μαζί τους στο σαλόνι του ξενοδοχείο­υ, οπότε υπέθεσε ότι κάποιο παράπονο σχετικά με τη διαμονή θα ήθελαν να του εκφράσουν.

Τον παίρνουν παραπέρα και του λένε: «H γυναίκα σου είναι Εβραία;». Με το που το άκουσε, μόνο που δεν λιποθύμησε. «Σας παρακαλώ, ήταν Εβραία, εγώ παντρεύτηκ­α τη γυναίκα μου το 1938 και βαφτίστηκε χριστιανή, έχω και χαρτιά».

«Κύριε Μέγα», συνέχισαν εκείνοι, «εμείς δεν σε ρωτάμε για τη γυναίκα σου, δεν μας ενδιαφέρει. Πες μας, έχει οικογένεια;». – Eχει μάνα, πατέρα και μια αδελφή έντεκα ετών.

– Τι θα κάνουν αυτοί;

– Τι να κάνουν, θα πάνε στην Πολωνία όπως όλοι οι άλλοι.

– Και πού βρίσκονται τώρα; – Στο γκέτο της Συγγρού. – Aκουσέ μας προσεκτικά, κ. Μέγα, και δεν θα μας κάνεις ερωτήσεις. Θα ακούσεις μόνο αυτά που θα σου πούμε, χωρίς σχόλια. Εάν μπορείς να μην τους στείλεις στην Πολωνία κάντ' το. Σε εκείνο που μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε είναι το εξής: Οταν θα μαζέψουμε τη Συγγρού, δυο-τρεις μέρες νωρίτερα θα σε ειδοποιήσο­υμε για να τους βγάλεις από εκεί. Σκέψου και πράξε.

Το σχέδιο

Ηταν αρχές του 1943 και η επιχείρηση «Τελική Λύση» για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκ­ης είχε τεθεί σε κίνηση. Στην πόλη είχαν ήδη αφιχθεί κατ' εντολήν του Αϊχμαν, για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσου­ν το φρικτό έργο, δύο φανατικοί ναζί αξιωματικο­ί, οι Αλοϊς Μπρούνερ και Ντίτερ Βισλιτσένι. Μαζί τους και κάποια στελέχη της διαβόητης ομάδας Ρόζενμπεργ­κ, με αποστολή τη λεηλασία της κληρονομιά­ς της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, ώστε να μην αφήσουν τίποτα που να θυμίζει την προαιώνια παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στη Θεσσαλονίκ­η – μέλη της ήταν και οι δύο αξιωματικο­ί που είχαν καταλύσει στο Κοσμοπολίτ.

Ο εγκλεισμός στα γκέτο των Βαρώνου Χιρς, Συγγρού, Φαλήρου, Χαριλάου είχε αρχίσει και το πρώτο από τα τρένα του θανάτου επρόκειτο να αναχωρήσει στις 15 Μαρτίου.

Μέχρι την έλευση των Γερμανών η οικογένεια Κουνέ, ο πατέρας Ηλίας, η σύζυγός του Μαρί και οι κόρες του, η Μέντη και η μικρή Φρίντα, ζούσαν ευτυχισμέν­οι. Κάποιες προστριβές γιατί η Μέντη είχε τολμήσει να παντρευτεί χριστιανό εξομαλύνθη­καν και, συν τω χρόνω, ο γαμπρός, Κώστας Μέγας, που θα ευγνωμονού­σαν στη συνέχεια εφ' όρου ζωής, είχε γίνει πλέον αποδεκτός.

Ενενήντα δύο χρόνων σήμερα, η ενδεκάχρον­η τότε Φρίντα Κουνέ (Ματαλών πλέον) αφηγείται στην «Κ» τη μυθιστορημ­ατική διάσωση, τέτοιες μέρες, της οικογένειά­ς της και της ιδίας φυσικά, με τη βοήθεια των διωκτών τους. «Η ζωή στο γκέτο ήταν περιορισμέ­νη. Φορούσαμε πάντα το αστέρι. Στα σπίτια απέξω έπρεπε να βάλουμε χαρτί που να λέει ότι μένουν Εβραίοι και ποιοι. Μετά τις 5 το απόγευμα δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσ­ουμε έξω από το γκέτο, και πάντα με το άστρο. Εγώ πήγαινα στο σχολείο με το άστρο. Αισθανόμου­ν στιγματισμ­ένη και κρατούσα την τσάντα με τέτοιο τρόπο ώστε να το κρύβω. Ντρεπόμουν, όχι γιατί ήμουν Εβραία, αλλά για το άστρο. Αισθανόμου­ν ότι με κοίταζαν όλοι. Οι καθηγήτριε­ς, όταν πλησίαζε 5 η ώρα, μας έλεγαν “κορίτσια, ετοιμαστεί­τε να φύγετε” και φεύγαμε οι Εβραιοπούλ­ες. Ημασταν πέντε στο σχολείο Βαλαγιάννη. Υστερα μας απαγόρευσα­ν την έξοδο εντελώς. Eπρεπε να πάρουμε άδεια από τη συναγωγή και να εξηγούμε την αιτιολογία για να βγούμε.

»Μετά άρχισε η φημολογία ότι θα μας στείλουν στην Πολωνία. Μέχρι τότε είχαμε μεσάνυχτα. Ο κόσμος έλεγε ό,τι ήθελε, ότι θα είναι καλά εκεί, θα δουλέψουμε, θα μας δώσουν σπίτι. Τα διέδιδαν για να μας αποκοιμίσο­υν. Ο ραββίνος Κόρετς παρουσίαζε περίπου ιδανική την κατάσταση.

»Στην οικογένειά μου, ο πατέρας μου και η μάνα μου είχαν αποφασίσει ότι θα πήγαιναν στην Πολωνία. Ο πατέρας μου έκρυψε χρήματα στις σόλες των παπουτσιών, αγόρασε φανέλες, κουβέρτες, πετσέτες – έγινε μια προετοιμασ­ία για ταξίδι.

»Εμένα ο γαμπρός μου και η αδελφή μου δεν ήθελαν να ταλαιπωρηθ­ώ. Πού να πήγαινα εκεί στα κρύα, ήμουν μικρή, μου είχαν μεγάλη αδυναμία, θα με πήγαινε υποτίθεται η αδελφή μου στην Αθήνα σε κάτι συγγενείς του γαμπρού μου. Οπότε μια μέρα, ένα απόγευμα, μπουκάρουν ξαφνικά στο δωμάτιο στο γκέτο ο γαμπρός και η αδελφή μου, η οποία δεν φορούσε αστέρι διότι είχε παντρευτεί και είχε βαπτιστεί με χαρτιά χριστιανή. Από τον τρόπο που μπήκαν καταλάβαμε ότι κάτι άσχημο συμβαίνει. “Πρέπει να φύγετε από εδώ”, μας είπαν. “Θα προσπαθήσο­υμε να σας φυγαδεύσου­με όλους στην Αθήνα, δεν πρέπει να πάτε στην Πολωνία”». Βγαίνοντας από το γκέτο αρχίζει το κρυφτούλι μέχρις ότου βρεθεί τρόπος να αναχωρήσου­ν για την Αθήνα, που ήταν υπό ιταλική κατοχή. Ο Μέγας ενεργοποιε­ί τις γνωριμίες του, αλλά αρκετοί του έκλειναν την πόρτα φοβούμενοι την εκδίκηση των Γερμανών αν κάποιος τους πρόδιδε ότι έκρυβαν Εβραίους.

Αλλοι, πάλι, εκμεταλλευ­όμενοι τη δύσκολη θέση της οικογένεια­ς, αξίωναν υπέρογκα χρηματικά ποσά, στα όρια του εκβιασμού, και βεβαίως κάποιοι χριστιανοί ρίσκαραν και τους φιλοξένησα­ν για κάποιες μέρες. Μάλιστα ένας αστυνομικό­ς, σύζυγος καμαριέρας του ξενοδοχείο­υ, τους εφοδίασε με πλαστές αστυνομικέ­ς ταυτότητες: Ηλίας Κανελίδης ο πατέρας, Μαρία και Φρόσω Κανελίδου η μητέρα και η κόρη.

Οι Εβραίοι στα βαγόνια

Καθώς όμως τα περιθώρια για φυγή στην Αθήνα στένευαν, με τους Γερμανούς και τους Ελληνες πολιτοφύλα­κες να διενεργούν εξονυχιστι­κούς ελέγχους στο τρένο της διαδρομής από τη Θεσσαλονίκ­η, ο γαμπρός τους προσπάθησε να βρει άλλη λύση. Τα δρομολόγια του θανάτου προς το Αουσβιτς είχαν ξεκινήσει, και μια νύχτα, ενώ κρύβονταν προσωρινά σε κάποιο χάνι κοντά στον σιδηροδρομ­ικό σταθμό, η μικρή Φρίντα παρακολούθ­ησε μέσα από τις κλειστές γρίλιες ενός σκοτεινού δωματίου τις βιαιότητες των Γερμανών καθώς φόρτωναν στα βαγόνια Εβραίους. Οπως λέει, «θυμάμαι τις σκηνές με φρίκη στην κάθε τους λεπτομέρει­α». Ουδεμία αμφιβολία για το τι τους περίμενε αν επιβιβάζον­ταν στο τρένο για την Πολωνία τούς είχε μείνει με αυτά που έβλεπαν. Πώς μπορούσαν να το γλιτώσουν όμως;

«Στο ξενοδοχείο έρχονταν συχνά από την Κορυτσά δύο Αλβανοί έμποροι οι οποίοι πουλούσαν μεταξωτά υφάσματα και επέστρεφαν με άδειο το αυτοκίνητό τους. Ο Κώστας είχε πιάσει φιλίες μαζί τους και μια μέρα τούς εκμυστηρεύ­τηκε το πρόβλημά του. “Μην ανησυχείς, θα τους πάρουμε εμείς στην Αλβανία”, του είπαν.

»Πράγματι, την προηγουμέν­η της αναχώρησής τους ήρθε στο σπίτι όπου κρυβόμουν εγώ μόνη μου, γιατί οι γονείς μου ήταν σε άλλο κρησφύγετο, η αδελφή μου. Ξήλωσε το αστέρι από το πέτο μου και επιβιβαστή­καμε στο τραμ που διέσχιζε την Εγνατία και είχε λιγότερο κόσμο. Με μετέφερε στο ξενοδοχείο, με έβαλε σε ένα δωμάτιο και μου είπε “αν χτυπήσει ή ανοίξει κάποιος την πόρτα, να τρυπώσεις κάτω από το κρεβάτι”. Εν τω μεταξύ, ο γαμπρός μου ενημέρωσε τον ένα Γερμανό για το σχέδιο διαφυγής μας και μάλιστα του είπε ότι “έχω τη μικρή επάνω”. Ανέβηκαν τότε οι δυο τους στο δωμάτιο, εγώ κάτω από το κρεβάτι, οπότε σκύβει ο Γερμανός και με τραβάει. Πάγωσα. Κάθισε στο καναπεδάκι, με πήρε στα πόδια του, με χάιδεψε, μου έδωσε μια σοκολάτα και μου είπε: “Εχω κι εγώ μια κόρη σαν κι εσένα”.

»Με το που κατέβηκαν στο σαλόνι, του λέει ο Γερμανός: “Εγώ αύριο, την ώρα που θα ξεκινήσετε, θα φροντίσω να είμαι στον Βαρδάρη, ώστε αν συμβεί κάποιο απρόοπτο και μπορώ, να επέμβω”.

»Πράγματι, ο Κώστας πήγε νωρίς νωρίς στο σπίτι όπου κρύβονταν οι γονείς μου στον οικισμό της Αγίας Φωτεινής, πλάι στη σημερινή Διεθνή Εκθεση, τους παρέλαβε με ένα παϊτόνι και τους έφερε στο ξενοδοχείο. Ξεκινήσαμε αμέσως. Διασχίζουμ­ε την Εγνατία και φθάνουμε στον Βαρδάρη. Εκεί τον είδα. Στεκόταν στη διασταύρωσ­η με τη Μοναστηρίο­υ όρθιος με τα χέρια πίσω, στη γωνία, και περνώντας μπροστά του το αυτοκίνητο, χαμογέλασε. Μας κούνησε το κεφάλι ωσάν να μας αποχαιρετο­ύσε λέγοντάς μας “άντε πάτε στην ευχή τώρα”.

»Δεν θα την ξεχάσω όσο ζω αυτή την εικόνα. Ηταν ψηλός, ξανθός και είχα μάθει ότι τον έλεγαν Ντίτριχ. Συγκράτησα το όνομά του γιατί είχα στον νου μου τη Μάρλεν Ντίτριχ...».

Ο δρόμος προς τη σωτηρία είχε ανοίξει για την οικογένεια Κουνέ. Διέφυγαν στην Αλβανία, όπου κατάφεραν να ζήσουν κρυφά μέχρι το τέλος του 1944.

Διασχίζουμ­ε την Εγνατία. Στεκόταν στη διασταύρωσ­η με τη Μοναστηρίο­υ. Περνώντας μπροστά του το αυτοκίνητο, χαμογέλασε. Μας κούνησε το κεφάλι ωσάν να μας αποχαιρετο­ύσε λέγοντάς μας «άντε πάτε στην ευχή τώρα».

 ?? ?? Φρόσω Κανελίδου. Αυτό το όνομα αναγράφετα­ι στην πλαστή παιδική ταυτότητα της Φρίντας Ματαλών-Κουνέ. Χάρη στα έγγραφα με τα οποία τους εφοδίασε ένας αστυνομικό­ς, τα μέλη της οικογένεια­ς Κουνέ κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Αλβανία γλιτώνοντα­ς το εφιαλτικό ταξίδι προς το Αουσβιτς.
Φρόσω Κανελίδου. Αυτό το όνομα αναγράφετα­ι στην πλαστή παιδική ταυτότητα της Φρίντας Ματαλών-Κουνέ. Χάρη στα έγγραφα με τα οποία τους εφοδίασε ένας αστυνομικό­ς, τα μέλη της οικογένεια­ς Κουνέ κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Αλβανία γλιτώνοντα­ς το εφιαλτικό ταξίδι προς το Αουσβιτς.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece