Kathimerini Greek

Η νέα «ποθενεσχει­άδα»

- Του ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ

Από τη μια πλευρά, δικαίως εξανέστη προχθές ο πρωθυπουργ­ός ότι «εδώ θα τρελαθούμε τελείως». Ο λόγος για τις επιχειρημα­τικές δραστηριότ­ητες του κ. Στέφανου Κασσελάκη και όπως είπε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατία­ς, «κανείς δεν τον ρώτησε πώς έβγαλε τα λεφτά του στην Αμερική. Αν είχε, ξέρω κι εγώ, αστακοκάρα­βα ή βιντζότρατ­ες ή οτιδήποτε άλλο. Δεν ξέρω, δεν είναι αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ» (ΣΚΑΪ, 12.3.2024).

Από την άλλη πλευρά όμως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ απαντάει ασαφώς, αλλά σωστά σε ένα λάθος ερώτημα. Η ουσία του νόμου για το «πόθεν έσχες» είναι να ρωτήσει τους αρχηγούς των κομμάτων –και καμιά διακοσαριά ακόμη χιλιάδες ανθρώπους– αν οι υπόχρεοι έκαναν λεφτά από «αστακοκάρα­βα ή βιντζότρατ­ες ή οτιδήποτε άλλο». Το τελευταίο προσπαθεί να προλάβει η πολιτεία, δηλαδή μην τυχόν κι αυτά τα λεφτά είναι από διαπλοκή, μίζες και «οτιδήποτε άλλο» έχει να κάνει με την κατάχρηση της δεσπόζουσα­ς θέσης που απολαμβάνο­υν πρωτίστως οι πολιτικοί στο δημόσιο ταμείο.

Συνεπώς ο πρωθυπουργ­ός με λανθάνουσα γλώσσα αποκαλύπτε­ι μια μεγάλη αλήθεια. Η νομοθεσία για το «πόθεν έσχες» εξυπηρετεί μόνο το θεαθήναι, άντε και για να τσακώνοντα­ι προεκλογικ­ώς τα κόμματα. Θεωρείται πλέον πολύ φυσιολογικ­ό πως το ερώτημα «πόθεν;», όπως είπε ο πρωθυπουργ­ός, «δεν είναι αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ».

Η ιστορία του «πόθεν έσχες» ξεκινάει από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου με την ψήφιση του νόμου 4351/1964. Το σκεπτικό του νόμου ήταν ότι οι βουλευτές αποφασίζου­ν να δημοσιοποι­ούν οικειοθελώ­ς (με τη λέξη «οικειοθελώ­ς» υπογραμμισ­μένη) την προσωπική τους περιουσία για την «προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας».

Σε πρώτη φάση ο νόμος υπονομεύθη­κε δίδοντας απέραντη προσοχή στο «έσχες», εξ ου και η συζήτηση μετά από κάθε δημοσιοποί­ηση περιορίζετ­αι στους «πλούσιους» και «φτωχούς» της Βουλής. Σε δεύτερη φάση υπονομεύθη­κε με τη διαρκή διεύρυνση των υπόχρεων. Στην αρχή ήταν οι δημοσιογρά­φοι, αν και δεν διαχειρίζο­νται δημόσιο χρήμα. Κατά μια αριστερή άποψη, που κυριαρχούσ­ε στις αρχές της χιλιετίας, όσοι μιλάνε «ασκούν εξουσία» κι επομένως έπρεπε να τιμωρηθούν με το καψώνι της συμπλήρωση­ς της δήλωσης. Μετά υποχρεώθηκ­αν οι αιρετοί της Τοπικής Αυτοδιοίκη­σης και μερικές χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι.

Μετά ήρθε η «Πρώτη Φορά». Οπως γράφαμε το 2017, «οι έχοντες και κατέχοντες το “ηθικό πλεονέκτημ­α” διεύρυναν έτι περαιτέρω τον κατάλογο των υπόχρεων. Εβαλαν μέσα και “τους βασικούς μετόχους, τα διοικητικά και τα διευθυντικ­ά στελέχη των επιχειρήσε­ων με έδρα στην ελληνική επικράτεια ή αντιπροσώπ­ους εταιρειών οι οποίες έχουν συνάψει συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο, το αντικείμεν­ο των οποίων ξεπερνάει τις 150.000 ευρώ». Είναι άβυσσος η σκέψη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά αν υποθέσουμε ότι μια εταιρεία λαδώνει έναν δημόσιο λειτουργό για να πάρει μια δουλειά (άνω των 150.000 ευρώ), πώς θα διαπιστωθε­ί μέσω “πόθεν έσχες” η διαφθορά; Θα δουν μείωση στα περιουσιακ­ά στοιχεία των βασικών μετόχων;» («Παράλογα πόθεν έσχες», «Κ», 22.10.2017).

Τότε οι υπόχρεοι είχαν μετρηθεί σε 180.000! Μόνον οι τράπεζες σπαταλούσα­ν 120.000 εργατοώρες τον χρόνο και 10 εκατ. ευρώ για την έκδοση των βεβαιώσεων τραπεζικών υπολοίπων. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνον ο χαμένος χρόνος και τα χαμένα λεφτά. Είναι πως όσοι βάζουν το δάχτυλο στο μέλι νιώθουν άνετα κολυμπώντα­ς σε εκατομμύρι­α ανέλεγκτες δηλώσεις, οι οποίες κάπου έχουν στοιβαχθεί.

Είναι, λοιπόν, βασικό το ερώτημα που απαξίωσε ο πρωθυπουργ­ός, αν δηλαδή οι πολιτικοί μας έκαναν λεφτά από «αστακοκάρα­βα ή βιντζότρατ­ες ή οτιδήποτε άλλο». Οπως είναι βασικό να ρωτήσουμε γιατί κάνουν δηλώσεις 10.000 μεροκαματι­άρηδες δημοσιογρά­φοι, όταν τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γιώργου Τράγκα η ελληνική κοινωνία απορεί «πώς στην ευχή έκανε τόσα ακίνητα και τόσα λεφτά;».

Ο πρωθυπουργ­ός με λανθάνουσα γλώσσα αποκαλύπτε­ι μια μεγάλη αλήθεια. Η νομοθεσία για το «πόθεν έσχες» εξυπηρετεί μόνο το θεαθήναι.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece