Το τέλος ενός γεωπολιτικού παραδόξου
Η προσχώρηση της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ ακολούθησε την πορεία για την εδραίωση της δημοκρατίας
Η Ισπανία, τόσο στενά συνδεδεμένη στρατιωτικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν ήταν μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας για πάνω από τρεις δεκαετίες.
Μετατόπιση και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος υπέρ της φιλοδυτικής κατεύθυνσης της χώρας ακόμη και στο θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Η είσοδος της Ισπανίας στο πολιτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1982 τερμάτισε ένα πολιτικό και γεωστρατηγικό παράδοξο: μια χώρα τόσο στενά συνδεδεμένη στρατιωτικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες να μην είναι μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας για πάνω από τρεις δεκαετίες. Πώς και υπό ποιες συνθήκες πραγματοποιήθηκε αυτή η αλλαγή;
Yπό τη δικτατορία του Φράνκο η Ισπανία ήταν απομονωμένη διεθνώς: η (έστω μερική και πρόσκαιρη) συμμαχία της με τον Αξονα (που κορυφώθηκε στην αποστολή μιας μεραρχίας στο ανατολικό μέτωπο για να πολεμήσει μαζί με τους Γερμανούς) την καθιστούσε απόβλητη στη μεταπολεμική διεθνή τάξη. Για παράδειγμα, τα Ηνωμένα Εθνη τα πρώτα χρόνια μετά το 1945 αναγνώριζαν μόνο την εξόριστη ισπανική κυβέρνηση.
Παρά ταύτα, προϊόντος του Ψυχρού Πολέμου και δεδομένου του σκληρού αντικομμουνισμού του καθεστώτος του Φράνκο, η κατάσταση άρχισε σιγά σιγά να μεταβάλλεται. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, στην αναζήτηση γεωστρατηγικών στηριγμάτων κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές της δεκαετίας του 1950, προσέγγισαν –στην αρχή επιφυλακτικά, αργότερα ανοιχτά– την Ισπανία ως έναν πολύτιμο γεωπολιτικό εταίρο. Το 1953 υπεγράφη η πρώτη συνθήκη μεταξύ ΗΠA και Ισπανίας, με την οποία η δεύτερη παραχωρούσε τις πρώτες στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός της με αντάλλαγμα σημαντική οικονομική βοήθεια. Αμέσως μετά την υπογραφή της ο Φράνκο φέρεται να είχε δηλώσει «τώρα κέρδισα τον εμφύλιο πόλεμο»! H συνεχής βελτίωση των σχέσεων Ισπανίας - ΗΠA στο υπόλοιπο της δεκαετίας κορυφώθηκε το 1959 με την επίσημη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Αϊζενχάουερ στη Μαδρίτη.
Τα επόμενα χρόνια oι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν ο κυριότερος εξαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ισπανία. Παρά τη θεαματική βελτίωση και συνεργασία των δύο χωρών, όμως, γεγονός ήταν πως η Ισπανία παρέμενε αποκλεισμένη από το ΝΑΤΟ (όπως και από την τότε ΕΟΚ), ενώ αντίθετα στη δεκαετία του 1960 σταδιακά ενσωματωνόταν στις δυτικές διεθνείς δομές – Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κ.λπ. Μόλις το 1975 έγινε η πρώτη πρόταση από τις ΗΠA να γίνει δεκτή η Ισπανία στο ΝΑΤΟ, η οποία όμως απορρίφθηκε από πολλές άλλες χώρες-μέλη λόγω του αυταρχικού καθεστώτος της Ισπανίας. Ηδη, πάντως, πρακτικά από εκείνη την εποχή το μεγαλύτερο μέρος των ισπανικών στρατιωτικών/αμυντικών δογμάτων είχε ευθυγραμμιστεί με εκείνα των νατοϊκών δυνάμεων.
Οι θέσεις των κομμάτων
Στα τέλη του 1975, και καθώς ο δικτάτορας είχε πεθάνει, είχε γίνει πλέον φανερό ότι η ένταξη της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ ήταν ένα ζήτημα αλληλένδετο και έντονα επηρεαζόμενο από το θέμα της μετάβασης στη δημοκρατία. Με δεδομένο το –επιφυλακτικό στην αρχή επί Pεπουμπλικανών, ανοιχτά θετικό επί Δημοκρατικών από το 1977– ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών για τις εξελίξεις εκδημοκρατισμού στηv Ισπανία, το ζήτημα δεν είχε τεθεί ώσπου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να μονιμοποιηθεί ο δημοκρατικός μετασχηματισμός της ισπανικής πολιτείας. Αυτό δεν σημαίνει ότι και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιδίωκαv να εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα στη χώρα: ήδη τον Ιανουάριο του 1976 υπεγράφη μεταξύ των δύο χωρών αμυντική συνθήκη που προέβλεπε την επί πενταετία παράταση της παραμονής των αμερικανικών βάσεων στηv Ισπανία. Μάλιστα ο ίδιος ο Χένρι Κίσινγκερ ταξίδεψε στη Μαδρίτη προκειμένου να την υπογράψει. Οι πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική Πορτογαλία και η τροπή που πήραν μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων είχαν σημάνει συναγερμό στους σχεδιασμούς των Αμερικανών διπλωματών και στρατιωτικών σε σχέση με τις πιθανές εξελίξεις που μπορούσαν να ακολουθήσουν τη μετάβαση στην Ισπανία.
Το ζήτημα, πάντως, της ένταξης της χώρας ως πλήρους μέλους στο ΝΑΤΟ ήταν διχαστικό τόσο για τις πολιτικές ελίτ όσο και για την κοινωνία της. Και καθώς η όλη διαδικασία εκδημοκρατισμού απαιτούσε ευρείες συναινέσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της Ισπανίας, συμφωνήθηκε άτυπα αυτό το θέμα να μην τεθεί πριν σταθεροποιηθεί η δημοκρατία, αλλά να ανοιχθεί αργότερα, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Ενώ η Δεξιά και το δημοκρατικό Κέντρο υπό τον Σουάρεθ διέκειντο θετικά προς την ένταξη, οι σοσιαλιστές και η πέραν εκείνων Αριστερά ήταν κατ' αρχάς αντίθετοι.
Δεδομένο ήταν πάντως ότι και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος σημειωνόταν μια μετατόπιση υπέρ της φιλοδυτικής κατεύθυνσης της χώρας ακόμη και στο επίδικο ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ακολουθώντας τη γραμμή του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού», τασσόταν υπέρ της διάλυσης και των δύο αντίπαλων συνασπισμών –ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας–, με τον γενικό γραμματέα του Σαντιάγο Καρίγιο να υποστηρίζει ότι ενώ ήταν ζήτημα αρχής πως και τα δύο αντίπαλα μπλοκ έπρεπε να διαλυθούν, όσο η Μόσχα δεν διέλυε τον συνασπισμό της μπορούσε να γίνει αποδεκτή η παραμονή αμερικανικών στρατευμάτων στις βάσεις επί ισπανικού εδάφους. Οσο για το νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα υπό τον Φελίπε Γκονθάλεθ, ο τελευταίος δήλωνε ότι οποιαδήποτε απόφαση για ένταξη της χώρας θα έπρεπε να περάσει από την έγκριση του ισπανικού λαού.