Κατ' αρχάς ένταξη μόνο στο πολιτικό σκέλος της Συμμαχίας
Για τις πρώτες μεταδικτατορικές ισπανικές κυβερνήσεις υπό τον Σουάρεθ, η ένταξη στο ΝΑΤΟ ήταν απαραίτητη τόσο για τη συγκρότηση ισχυρών αμυντικών δομών, που θα απέτρεπαν εξωτερικούς κινδύνους, όσο και για τη διασφάλιση της υπακοής και του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων από δημοκρατικές κυβερνήσεις και τη λήξη της στρατιωτικής απειλής για τη δημοκρατία στην Ισπανία. Εκείνη τη στιγμή η Ισπανία διέθετε έναν από τους μεγαλύτερους αριθμητικά στρατούς δυτικής χώρας – 340.000 άνδρες και σημαντικό αριθμό μαχητικών αεροπλάνων και πολεμικών πλοίων. Η στρατηγική θέση της θα μπορούσε να παρέχει προστασία στις θαλάσσιες γραμμές συγκοινωνιών και μεταφορών, ενισχύοντας τη Συμμαχία στη Δυτική Μεσόγειο και γενικότερα στη Νότια Πτέρυγά της.
Με αυτή τη λογική ο διάδοχος του Σουάρεθ στην πρωθυπουργία, Λεοπόλντο Κάλβο Σοτέλο, είχε δεσμευθεί αναλαμβάνοντας τη θητεία του τον Φεβρουάριο του 1981 ότι θα υπέβαλλε επίσημο αίτημα ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεσολάβησε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος υπό τον αντισυνταγματάρχη Τεχέρο, η οποία και υπογράμμισε την αναγκαιότητα υπαγωγής του στρατού σε πολιτικό έλεγχο, καθώς και αναπροσαρμογής του αμυντικού προσανατολισμού του από το εσωτερικό στο εξωτερικό μέτωπο. Στα τέλη Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς το ισπανικό Κοινοβούλιο υπερψήφισε με ψήφους 186 υπέρ έναντι 146 κατά την κυβερνητική πρόταση έναρξης ενταξιακών συνομιλιών. Στις 2 Δεκεμβρίου η ισπανική κυβέρνηση υπέβαλε επίσημο αίτημα στη Συμμαχία για ένταξη ως πλήρες μέλος στο ΝΑΤΟ. Η διοίκηση του ΝΑΤΟ απάντησε καλώντας την Ισπανία να ξεκινήσει τη διαδικασία ένταξης.
Πάντως, η κίνηση αυτή δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας: τον Νοέμβριο του 1981 οργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον της ένταξης στο ΝΑΤΟ, με το βασικό επιχείρημα ότι αυτή θα καθιστούσε την Ισπανία και επισήμως στόχο των σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων. Οσο για τους σοσιαλιστές, οι οποίοι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα ήταν οι νικητές των επόμενων βουλευτικών εκλογών όποτε και αν γίνονταν, o ηγέτης τους Γκονθάλεθ υποσχέθηκε ότι εφόσον ερχόταν στην εξουσία θα παρέπεμπε το θέμα στην κρίση του ισπανικού λαού.
Οι διαπραγματεύσεις Ισπανίας - ΝΑΤΟ προχώρησαν με ραγδαίους ρυθμούς: στις 29 Μαΐου 1982 o βασιλιάς Χουάν Κάρλος υπέγραψε την πράξη προσχώρησης της Ισπανίας και την επόμενη ημέρα η χώρα έγινε και επίσημα δεκτή ως το 16ο μέλος του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, κατ' αρχάς η χώρα εντάχθηκε μόνο στο πολιτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και όχι στη στρατιωτική δομή του: οι ένοπλες δυνάμεις της παρέμεναν υπό εθνικό έλεγχο και μόνο σε έκτακτες συνθήκες θα συνεργάζονταν με τους υπόλοιπους στρατούς της Συμμαχίας.
H άνοδος των σοσιαλιστών στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1982 έφερε τον ηγέτη τους αντιμέτωπο με τη δέσμευσή του για παραπομπή του θέματος στην κρίση των Ισπανών. Παρά ταύτα, ακόμη και ο ίδιος αναγνώριζε την ένταξη στο ΝΑΤΟ ως άμεσα συνδεόμενη με εκείνη στην ΕΟΚ και για αρκετό καιρό ανέβαλλε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα. Τελικά τον Μάρτιο του 1986 πραγματοποίησε το δημοψήφισμα, το οποίο απέδωσε 56,85% θετικές έναντι 43,15% αρνητικών ψήφων. Η επιφύλαξη, πάντως, παρέμενε ότι η χώρα δεν θα εντασσόταν στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, καθώς και ότι θα απαγορευόταν η εισαγωγή πυρηνικών όπλων στο έδαφός της. Θα περνούσαν αρκετά χρόνια μέχρι την αλλαγή του πρώτου όρου και την πλήρη ένταξη της Ισπανίας στις στρατιωτικές δομές της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα Τεχέρο υπογράμμισε την αναγκαιότητα υπαγωγής του στρατού σε πολιτικό έλεγχο.
Δημοψήφισμα επί σοσιαλιστών τον Μάρτιο του 1986 απέδωσε 56,85% θετικές έναντι 43,15% αρνητικών ψήφων.