«Θέλετε να πάτε με τους βασιλείς στην Ινδία;»
Η Ελένη Βλάχου και το άλμπουμ μιας ζωής με αποστολές, χούντα, εξορία και παρ' ολίγον δράματα
Εχω χρόνια να τη δω, όμως έχει την ίδια λάμψη, την ίδια ζεστή ματιά, την ίδια αναβλύζουσα ευγένεια σε κάθε της κίνηση, όπως τότε που τη συναντούσα στον 5ο όροφο του κτιρίου της «Κ» στη Σωκράτους. Βλέπει τη μηχανή του φωτογράφου και λέει: «Εγώ ασχολούμαι με την παλιά φωτογραφία». Η Μαρία Καραβία, δημοσιογράφος που άφησε βαθιά σφραγίδα στην «Κ» και στην κρατική τηλεόραση, πολυγραφότατη συγγραφέας οδοιπορικών, χρονικών, κειμένων για την τέχνη, αυτή την εποχή αρχειοθετεί το απέραντο φωτογραφικό αρχείο της. Τις χιλιάδες σπάνιες εικόνες που τράβηξε η ίδια σε δημοσιογραφικές αποστολές, ρεπορτάζ, επαγγελματικά και προσωπικά ταξίδια· πολύτιμα αδημοσίευτα ντοκουμέντα από την προχουντική Ελλάδα έως σήμερα. «Κάτι σκέφτομαι να κάνω, αν προκάμω, που έλεγε και ο Φλωράκης», λέει και γελά.
Oλες είναι τραβηγμένες με μια Rollei και μια Pentax. «Τη Rollei την αγόρασα το 1963, δεύτερο χέρι, από τον μορφωτικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας που έφευγε από την Ελλάδα, για να καλύψω την πρώτη μου αποστολή. Με αυτή τη μηχανή έκανα χρόνια μετά, το 1977, μια μεγάλη επιτυχία. Φωτογράφισα τη χρυσή λάρνακα του Φιλίππου, η οποία είχε έρθει μόλις στο φως, και η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της “Καθημερινής”, πριν βγει οπουδήποτε αλλού. Θύμωσε ο Ανδρόνικος και τηλεφωνεί στη Βλάχου. “Μα μου έδωσε τον λόγο της ότι δεν θα τη βγάλει τη φωτογραφία”, της λέει. Και η Βλάχου, αντί να με υποστηρίξει, του απαντά: “Μα τώρα λόγους δημοσιογράφων πιστέψατε, κύριε καθηγητά μου;”».
– Η πρώτη βουτιά στα βαθιά;
– Είκοσι πέντε ημέρες μετά την πρόσληψή μου, με φωνάζει η Ελένη Βλάχου στο γραφείο της και μου λέει: «Θέλετε να πάτε με τους βασιλείς στην Ινδία;». Σοκ. «Να πάτε εσείς που είστε κοπέλα, γιατί αυτοί της “Καθημερινής” θα τρέχουνε στα μπορντέλα». Δεύτερο σοκ. Οπως έμαθα αργότερα, ήταν παράδοση των παλιών εκδοτών, όταν ήθελαν να αποδοκιμάσουν ένα γεγονός, όπως το καθαρά τουριστικό ταξίδι τριών εβδομάδων των βασιλέων στην Ινδία και στην Ταϊλάνδη, να στέλνουν τον πιο νέο, τον πιο άγνωστο δημοσιογράφο. Δεν έκλεισα καν τη γραφομηχανή, πήρα ένα ταξί, έτρεξα στο σπίτι και είπα στον θείο και στη θεία μου, με τους οποίους ζούσα, καθώς είχα χάσει τη μητέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία, «πάω Ινδία!». Τα κομμάτια τα έστελνα με φορτωτική, πηγαίνοντας με ταξί από το Νέο Δελχί στο αεροδρόμιο που ήταν πολύ μακριά – δεν είχα αίσθηση του κινδύνου.
Και όπως λέει, «ο Θεός αγαπάει τους ατζαμήδες. Πηγαίναμε αεροπορικώς από το Μαδράς στη Βομβάη. Φοβάμαι τρελά το αεροπλάνο. Καθόμουν στο παράθυρο και βλέπω τον έναν κινητήρα να βγάζει καπνούς. Ακολουθούν αναταράξεις. Ο υπασπιστής του βασιλιά κάνει τον σταυρό του και μπαίνει στο πιλοτήριο. Λέω, πάει τώρα, είδα και τους τίτλους των εφημερίδων. Αποδείχθηκε ότι ήταν θέμα τροφοδοσίας του κινητήρα με βενζίνη και το πρόβλημα αποκαταστάθηκε γρήγορα. “Οποιος γράψει το παραμικρό γι' αυτήν την ιστορία θα αποβληθεί από την ομάδα”, λέει ο μέγας αυλάρχης Δημήτριος Λεβίδης. Εγώ ήμουν πτώμα. Περνάει η Φρειδερίκη, με βλέπει και ρωτάει: “Τι έχετε, είστε άρρωστη;”. “Οχι μεγαλειοτάτη, αλλά δεν ταξιδεύω ευχάριστα με το αεροπλάνο”. “Α, ούτε εγώ, αλλά επιστρατεύω την πίστη μου, διότι ο φόβος είναι κάτι αρνητικό, το θετικό είναι η πίστη”. Μόλις πατάμε στη γη, στέλνω στην εφημερίδα ένα τηλεγράφημα με το περιστατικό. Βγαίνει η “Μεσημβρινή” με τίτλο “Επιστρατεύω την πίστη μου, λέει η βασίλισσα στην απεσταλμένη μας σε παρ' ολίγον αεροπορική τραγωδία”. Ο Λεβίδης μού λέει να φύγω. “Οι Ινδοί με κάλεσαν, αυτοί πρέπει να κινήσουν τις διαδικασίες”, βρίσκω το θάρρος να πω. Η ανταμοιβή μου; Πήγα σε όλους τους γάμους και στα πάρτι της βασιλικής οικογενείας που ακολούθησαν».
Στη διάρκεια της δικτατορίας η Μαρία Καραβία αυτοεξορίζεται στο Λονδίνο, όπου εργάζεται στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC και στην πολιτική αντιδικτατορική επιθεώρηση Greek Report, που εξέδιδε ο Τάκης Λαμπρίας. Από το γραφείο του, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βικτόρια, περνούσαν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, φυγάδες. Καρποί της περιόδου, το «Ημερολόγιο του Λονδίνου: σημειώσεις από την εποχή της δικτατορίας», το προσωπικό χρονικό της, και η συνεισφορά της στο συνέδριο «Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας» που διοργάνωσε το Ιδρυμα της Βουλής το 2014.
– Γιατί είναι τόσο σημαντικό το Λονδίνο;
– Γιατί εκείνη την περίοδο οι Ελληνες ήταν σαν να ταρακουνήθηκαν και να ξεπέρασαν τα ελαττώματά τους. Υπήρχε πνεύμα ενωτικό. Πρόσωπα του ευρέος πολιτικού φάσματος συνεργάστηκαν με πρωτοφανή για τα ελληνικά χρονικά ομοψυχία. Πολιτικοί, του Καραμανλή συμπεριλαμβανομένου –γιατί εκεί τον γνώρισα τον Καραμανλή, και ήταν από τα πρόσωπα που με είχαν εντυπωσιάσει αφάνταστα–, έκαναν την αυτοκριτική τους, καθώς πίστευαν ότι τα πάντα είχαν χαθεί. Το αγάπησα πολύ το Λονδίνο, αν και έξι χρόνια δεν πήγα διακοπές ούτε μία μέρα. Ετοίμαζα το βραδινό και το πρωινό δελτίο ειδήσεων του BBC, για μια καλύτερη αμοιβή, και κοιμόμουν ένα δίωρο στο υπνωτήριο. Επέστρεψα στην Αθήνα. Μετά τις πρώτες χαρές, έπαθα κάτι σαν κατάθλιψη. Ηθελα να ξαναφύγω. Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε η «Καθημερινή». Με παίρνει στο τηλέφωνο η Βλάχου και μου λέει με το γνωστό ύφος της, «υπάρχει μία θέση σε μια Ντακότα για την Κύπρο, ξέρεις, έχουμε πολλούς ανθρώπους να πάνε, όμως θα 'θελα να πας εσύ». Ετσι ξαναγύρισα στην οδό Σωκράτους.
Η Βλάχου ήταν άνθρωπος με δύσκολο χαρακτήρα και κρυμμένες ευαισθησίες... Θαύμαζα άλλωστε πολύ τη στάση της έναντι των συνταγματαρχών. Τη νύχτα που επέστρεψε από το Λονδίνο μετά την πτώση της χούντας, μόλις μπήκε στο σπίτι της, μου είπε «έλα να σου δείξω από πού έφυγα». Γι' αυτή τη θρυλική απόδραση από τη βεράντα της, στη βεράντα της Ναταλίας Μελά, που την καθιστούσε σχεδόν αδύνατη η υψομετρική διαφορά 3,5 μέτρων, μου είχε μιλήσει και η γνωστή γλύπτρια. Η Ελένη Βλάχου, που βρισκόταν σε κατ' οίκον κράτηση, είχε ειδοποιήσει τη Μελά με ένα σημείωμα, «Αύριο βράδυ στις 10», κλεισμένο σε ένα τσίγκινο κουτάκι τσιγάρων. Η φρουρά ήταν τριπλή. Αστυνομικός στην είσοδο της πολυκατοικίας στην οδό Μουρούζη, αστυνομικός έξω από την πόρτα του διαμερίσματος και άλλος στην ταράτσα. Εκείνο το βράδυ ψιλόβρεχε. Τα δύο σπίτια ήταν σκοτεινά. Η Μελά είχε ακουμπήσει μια σκάλα από αλουμίνιο στον μεσότοιχο. Ο Λούνδρας βοήθησε τη γυναίκα του να σκαρφαλώσει στο διαχωριστικό περβάζι και να πατήσει τα πόδια της στη σκάλα. Η Μελά, με τον γιο της Δημήτρη Κωνσταντινίδη από την άλλη μεριά, την έπιασαν σχεδόν στον αέρα και την οδήγησαν στο διαμέρισμά τους, στην παλιά πολυκατοικία Πεσματζόγλου, που έχει το πρώτο ασανσέρ της Αθήνας, αλλά και έξοδο προς τη Βασ. Σοφίας. «Λίγες φορές έχω φοβηθεί τόσο στη ζωή μου», έλεγε η Ναταλία Μελά. «Η Ελένη αγνώριστη. Χωρίς γυαλιά, με βαμμένα τα μαλλιά της κόκκινα. Ηταν αρκετά ψύχραιμη, αν και σχεδόν αμίλητη. Κοίταξε το ρολόι της, άνοιξε την πόρτα και έφυγε χωρίς αποχαιρετισμούς...».
Περνάει η Φρειδερίκη, με βλέπει και ρωτάει: «Τι έχετε, είστε άρρωστη;». «Οχι μεγαλειοτάτη, αλλά δεν ταξιδεύω ευχάριστα με το αεροπλάνο». «Α, ούτε εγώ, αλλά επιστρατεύω την πίστη μου, διότι ο φόβος είναι κάτι αρνητικό, το θετικό είναι η πίστη».
– Μια μάχη που πρέπει να δώσουμε σήμερα;
– Πριν υποδεχθούμε τα Μάρμαρα θα πρέπει να καθαρίσουμε την περιοχή από τα αίσχη που έχουν γίνει: τα ρουφ γκάρντεν των ξενοδοχείων που προβάλλονται στον βράχο της Ακρόπολης. Το ύψος των κτιρίων έχει εξαφανίσει το φυσικό ανάγλυφο του λεκανοπεδίου που είναι γεμάτο λόφους. Δεν τους βλέπεις πια. Και όχι μόνον. Αισθάνομαι ότι η Αθήνα δέχεται δύο μεγάλα κύματα μίσους. Το πρώτο είναι η άγνοια, το ψέμα, η κερδοσκοπία. Το δεύτερο είναι ο συνεχής βανδαλισμός του δημόσιου χώρου με τα γκράφιτι παντού. Αλλά ο κύριος εχθρός της Αθήνας είναι το ύψος των κτιρίων, που καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να περιορίσει.