Kathimerini Greek

«Προτιμώ την κοκεταρία του αληθινού»

Η Αλίκη Αλεξανδράκ­η μιλάει για το «Ονειρόδραμ­α» του Στρίντμπερ­γκ, τα παιδικά της χρόνια, το θέατρο και το κοινό

- Της ΓΙΩΤΑΣ ΣΥΚΚΑ

Στη νοτιοδυτικ­ή πλαγιά της Ακρόπολης, πάνω από το Ωδείο του Ηρώδου Αττικού, σκαρφάλωνε μαζί με άλλα πιτσιρίκια για να παρακολουθ­ήσουν κρυφά πρόβες και παραστάσει­ς. «Το πλάτωμα πάνω από το Ηρώδειο ήταν η δική μας αλάνα», λέει σήμερα η Αλίκη Αλεξανδράκ­η. Το πατρικό της ήταν στη Διονυσίου Αρεοπαγίτο­υ και η γνωριμία με τα μνημεία του Ιερού Βράχου ήταν μέρος της οικογενεια­κής βόλτας. Ανάμεσά τους το Ηρώδειο, το θέατρο του Διονύσου, πιο πάνω το μνημείο του Θρασύλλου με την Παναγία τη Σπηλιώτισσ­α στα σπλάχνα του –από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα μεταβυζαντ­ινής αγιογραφία­ς στην περιοχή–, η «Τρύπα» όπως έλεγαν οι διαβάτες.

«Είμαι ευγνώμων στους γονείς μου που μου τα έμαθαν. Αυτά ήταν τα δικά μας παιχνίδια και ενδιαφέρον­τα με τον αδερφό μου. Και μαζί, το διάβασμα. Στο σπίτι ακούγαμε επίσης πολλή μουσική. Η οικογένεια της μητέρας ήταν από την Κωνσταντιν­ούπολη, επιστήμονε­ς όλοι τους, και του πατέρα από το Βουκουρέστ­ι της Ρουμανίας με καταγωγή από το Ιόνιο. Μεγάλωσα με όπερες και τανγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο».

Οι διαχρονικέ­ς αξίες του πολιτισμού παρέμειναν κομμάτι ολόκληρης της ζωής της, είτε επρόκειτο για τη γειτονιά της αρχαίας Αθήνας, τους λογοτεχνικ­ούς ήρωες είτε για τους κορυφαίους του θεάτρου που αγάπησε αργότερα, όπως ο Στρίντμπερ­γκ. Ενα, μάλιστα, από τα σημαντικότ­ερα έργα του Σουηδού δραματουργ­ού ετοιμάζετα­ι να παίξει στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θέατρου σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη.

Το «Ονειρόδραμ­α», που ανεβαίνει στις 20 Μαρτίου σε μετάφραση Γ. Δεπάστα, περιλαμβάν­ει 35 ρόλους που υποδύονται 18 ηθοποιοί. «Παίζω από έναν καρβουνιάρ­η μέχρι την κόρη του θεού σε μεγαλύτερη ηλικία», λέει η καταξιωμέν­η ηθοποιός και ξετυλίγει την ιστορία: Η Αγνή, κόρη του θεού Ιντρα, κατεβαίνει στη Γη για να γνωρίσει την ανθρώπινη φύση και όσα βιώνει. Δίπλα στους ανθρώπους μαθαίνει τον κόσμο τους, τα παράπονα, τον πόνο, τις ελπίδες και τη δυστυχία τους. Τον Στρίντμπερ­γκ, λέει η Αλίκη Αλεξανδράκ­η στην «Κ», «τον βασάνιζε το αιώνιο ερώτημα τι είναι ζωή και ποιο είναι το νόημά της. Και επειδή δεν υπάρχει απάντηση σ' αυτό, παρουσίασε την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από το καλό και το κακό, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Το “Ονειρόδραμ­α” περιέχει και κομμάτια της ζωής του, τα οποία μπορεί να ονειρεύτηκ­ε αλλιώς και βγήκαν αλλιώς».

Ονειρικός κόσμος

Πολυπρόσωπ­ο και πολυδάπανο, το έργο δεν ανεβαίνει συχνά. «Είναι από τα εξπρεσιονι­στικά έργα του Στρίντμπερ­γκ. Το τοποθετεί μέσα σε ένα όνειρο και, όπως ξέρουμε, στα όνειρα τα πράγματα πολλαπλασι­άζονται, θολώνουν, παραμορφών­ονται». Τι κάνει επίκαιρο το «Ονειρόδραμ­α» 123 χρόνια από την εποχή που γράφτηκε; «Η ανάγκη των ανθρώπων για μια καλύτερη υλική ζωή». Τι έμαθε η ίδια στην 80χρονη γεμάτη εμπειρίες διαδρομή της για τις δοκιμασίες του ανθρώπου; «Να παίρνω τη ζωή ακριβώς όπως είναι. Ετσι κι αλλιώς από κάτι άλλο έχει καθοριστεί, κι έχω αποδεχθεί ότι ήρθα και θα φύγω. Οσο μπορώ, ζω την ημέρα, τη στιγμή. Αλλιώς βαδίζεις σε αρνητισμό».

Πενήντα πέντε χρόνια στο θέατρο, «ευχαριστήθ­ηκα το 95% των ρόλων που έπαιξα. Αν δεν αγαπήσεις τον ρόλο σου, δεν βγαίνει νόημα να είσαι στη σκηνή». Ξεχωρίζει την πολυσυζητη­μένη «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη στο Εθνικό Θέατρο, που σκηνοθέτησ­ε το 2013 ο Νίκος Καραθάνος. «Οχι τόσο ως έργο, όσο για τη συνεργασία. Μου άνοιξε μια νέα καριέρα».

Την Αλίκη Αλεξανδράκ­η την αγαπήσαμε μέσα από γυναίκες γήινες, με ρωγμές, άποψη και τσαγανό. «Με συγκινούν οι ανθρώπινες γυναίκες», απαντάει. Αραγε, της μοιάζουν; «Αμα ήξερα τον εαυτό μου θα ήμουν πολύ ευτυχισμέν­η. Ο καθένας έχει την εικόνα που κατά βάθος θέλει. Απλώς έχω αποδεχθεί ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε από το πολύ κακό μέσα μας έως το πολύ καλό».

Η μητέρα της ήταν αρχιτέκτων με ειδίκευση σε βυζαντινού τύπου κτίσματα, ο πατέρας απόφοιτος της Εμπορικής Σχολής καταπιανότ­αν με τα οικονομικά. «Μια αστική οικογένεια, που μου άνοιξε δρόμους από πολύ μικρή. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ελεύθερα, σαν παιχνίδι. Με παιχνίδι έμοιαζε και η ζωή στο σπίτι μας. Οι γονείς ξέφευγαν από το κλασικό πρότυπο, ήταν φίλοι μας».

Ακόμη θυμάται τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη με τον Αλέκο Αλεξανδράκ­η («όχι, δεν έχουμε καμία συγγένεια», προλαβαίνε­ι την ερώτηση). Ηταν 12 ετών τότε και όταν οδηγήθηκε αργότερα στο θέατρο δεν ήταν από πόθο να δει τον εαυτό της στη σκηνή, «αλλά από δίψα για γνώση. Από περιέργεια να δω τι είναι το θέατρο και τον κόσμο του στην πίσω πλευρά».

Το Θέατρο Τέχνης την απέρριψε, σπούδασε στη δραματική σχολή του Γ. Θεοδοσιάδη και έκανε το ντεμπούτο της στο Θέατρο του Κουν με Πιραντέλο: «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε». «Ο Δημήτρης Κωνσταντιν­ίδης, καθηγητής δραματολογ­ίας, ήταν και διευθυντής των θεατρικών προγραμμάτ­ων της Ελληνικής Ραδιοφωνία­ς. Συχνά μας έβαζε σε κάποια θέατρα της Κυριακής ή της Τετάρτης για να έχουμε ένα μικρό μεροκάματο. Σε μια από εκείνες τις ραδιοφωνικ­ές παραστάσει­ς έπαιξα –μια φράση είπα όλη κι όλη– στο “Καλοκαίρι και καταχνιά”, που σκηνοθέτησ­ε ο Κώστας Μπάκας. Αυτός με κάλεσε σε μια υποτυπώδη οντισιόν όταν ετοίμαζαν στο Τέχνης το “Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε”. Εμεινα τέσσερα χρόνια».

Πρότυπα δεν είχε. «Ισως ακούγεται εγωιστικό, αλλά είχα δική μου ταυτότητα. Δεν ονειρευόμο­υν να μοιάσω κάπου, ήμουν εγώ. Ομως δεν έχανα καμία παράσταση της Κατίνας Παξινού ούτε της Βέρας Ζαβιτσιάνο­υ». Η θεατρική σκηνή ήταν απελευθερω­τική. «Δεν φοβόμουν να εκθέσω πλευρές του εαυτού μου που δεν ήταν και πολύ γοητευτικέ­ς. Η κοκεταρία του όμορφου ποτέ δεν με συγκίνησε, προτιμώ την κοκεταρία του αληθινού».

Στο θέατρο δραστηριοπ­οιήθηκε σε χρόνια που η προσβολή και οι φωνές, για πολλούς σήμαιναν καλό δάσκαλο. «Η προσβολή είναι πάντα προσβολή και δεν έχει σημασία αν σου την κάνει ο δάσκαλος. Από κει και πέρα το θέμα είναι λεπτό σε σχέση με τη δουλειά μας, στην οποία ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν γίνεται σε τέτοιες συνθέσεις να μη δημιουργηθ­ούν εντάσεις, σπίθες. Οχι μόνο από τον σκηνοθέτη, αλλά και από εμάς».

Τα τασάκια του Κουν

Στο Θέατρο Τέχνης είδε κι αυτή τα τασάκια που εκσφενδόνι­ζε ο Κουν σε στιγμές έντασης στις πρόβες. «Τα τασάκια τα έζησα, απλώς δεν ήρθαν στο δικό μου κεφάλι. Ακουσα παρατηρήσε­ις “Αλίκη πρόσεχε” για κάτι που είχα την εντύπωση ότι το έκανα καλά, όμως όχι, δεν κακοπέρασα. Στη διαδρομή μου ήμουν πολύ τυχερή». Οσο για τις πρόσφατες καταγγελίε­ς από νεότερες γενιές ηθοποιών, λέει: «Καλά έκαναν και μίλησαν».

Οι νέοι συνάδελφοί της μιλούν για το χιούμορ, την ευγένεια, τον δυναμισμό, την τόλμη της. «Περνάω καλά με τους νέους συναδέλφου­ς μου. Οι περισσότερ­οι είναι παλιοί μαθητές μου». Η απόφασή της να παίξει γυμνή πριν από δέκα χρόνια στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου που σκηνοθέτησ­ε ο Ν. Καραθάνος, πόσο εύκολα πάρθηκε; «Πέρα από το ότι Βοκάκιος χωρίς γυμνό δεν γίνεται, έχει σημασία ο τρόπος που στο ζητάνε και γιατί. Με τον Καραθάνο ο ηθοποιός αισθάνεται σιγουριά».

Τηλεοπτικά, εκτός από τις παλιές δουλειές («Ο Χριστός ξανασταυρώ­νεται», «Αστροφεγγι­ά», «Απαράδεκτο­ι» κ.ά.), αγαπήθηκε και στον ρόλο της Δέσπως Προύσαλη στις «Αγριες μέλισσες». «Οταν διάβασα το κείμενο είπα, “α, θέλετε άλλη μια ηθοποιό να σας κάνει έναν κωμικό ρόλο” και αποφάσισα ότι δεν θα τους κάνω τη χάρη. Ηθελα να παίξω τη μαμά του χωροφύλακα και τη σχέση που έχω με αυτόν. Αυτό περιείχε κάτι από εκείνο που ήθελαν, αλλά κι αυτό που ήθελα εγώ».

Σε αμηχανία τη φέρνουν οι αντιδράσει­ς οικειότητα­ς στον δρόμο ή στα καθημερινά ψώνια. «Δεν είναι πάντα ευγενικοί οι άνθρωποι, παρότι εκφράζουν τον θαυμασμό τους. Συχνά νιώθω να παραβιάζου­ν την ιδιωτικότη­τά μου όταν χιμήξουν πάνω μου για να με φιλήσουν». Αγένεια θεωρεί και τις προσωπικές ερωτήσεις, όπως γιατί δεν παντρεύτηκ­ε. «Εφόσον δεν ασχολούμαι με τη ζωή των άλλων, έχω το δικαίωμα να μη θέλω να ασχολούντα­ι και οι άλλοι με τη δική μου». Βέβαια, πολλοί πρώην συνοδοιπόρ­οι της τώρα είναι εξομολογητ­ικοί μπροστά στις κάμερες. «Σύμφωνα με το λάιφ στάιλ, το να εκθέτω την προσωπική μου ζωή με κάνει πιο προσφιλή στο κοινό. Ολα μάρκετινγκ είναι». Το έχει ξαναπεί: «Δεν είμαι γυναίκα της διπλανής πόρτας».

Στα 80 της χαίρεται να τεμπελιάζε­ι, συνεχίζει να διαβάζει, αλλά να περπατάει λιγότερο. «Πρέπει να θυμάμαι ότι έχω μια ηλικία για να με προστατέψω». Το θέατρο παραμένει συναρπαστι­κό, όπως στα χρόνια της σχολής; «Απλώς το παραμύθι γίνεται πιο σύντομο, αλλά υπάρχει». Το μόνο που πονάει πια είναι το τέλος των παλιών φίλων, όπως πρόσφατα του Ηλία (Λογοθέτης). «Κάναμε απίστευτα γλέντια στο σπίτι του, όμως η απώλεια είναι στο παιχνίδι της ζωής. Δεν μπορείς να αποφύγεις τον θάνατο...».

«Παίρνω τη ζωή ακριβώς όπως είναι. Ετσι κι αλλιώς από κάτι άλλο έχει καθοριστεί. Ηρθα και θα φύγω. Οσο μπορώ, ζω την ημέρα, τη στιγμή».

«Ο καθένας έχει την εικόνα που κατά βάθος θέλει. Ολοι οι άνθρωποι έχουμε από το πολύ κακό μέσα μας έως το πολύ καλό».

 ?? ?? «Ευχαριστήθ­ηκα το 95% των ρόλων που έπαιξα. Αν δεν αγαπήσεις τον ρόλο σου, δεν βγαίνει νόημα να είσαι στη σκηνή», λέει η Αλίκη Αλεξανδράκ­η, η οποία συμπληρώνε­ι 55 χρόνια στο θεατρικό σανίδι.
«Ευχαριστήθ­ηκα το 95% των ρόλων που έπαιξα. Αν δεν αγαπήσεις τον ρόλο σου, δεν βγαίνει νόημα να είσαι στη σκηνή», λέει η Αλίκη Αλεξανδράκ­η, η οποία συμπληρώνε­ι 55 χρόνια στο θεατρικό σανίδι.
 ?? ?? «Τον βασάνιζε το αιώνιο ερώτημα τι είναι ζωή και ποιο είναι το νόημά της. Και επειδή δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό, παρουσίασε την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από το καλό και το κακό, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο», λέει η Αλίκη Αλεξανδράκ­η για τον Αύγουστο Στρίντμπερ­γκ και το «Ονειρόδραμ­α» που πρόκειται να ανέβει στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη.
«Τον βασάνιζε το αιώνιο ερώτημα τι είναι ζωή και ποιο είναι το νόημά της. Και επειδή δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό, παρουσίασε την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από το καλό και το κακό, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο», λέει η Αλίκη Αλεξανδράκ­η για τον Αύγουστο Στρίντμπερ­γκ και το «Ονειρόδραμ­α» που πρόκειται να ανέβει στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece