Η ζωή χωρίς όνειρα γίνεται εφιάλτης
Το να ονειρεύεται κανείς αποτελεί τη θεμελιώδη δραστηριότητα της ψυχικής εργασίας, σύμφωνα με τον Τόμας Ογκντεν
THOMAS H. OGDEN Αυτή η τέχνη της ψυχανάλυσης / Ονειρευόμενοι ανονείρευτα όνειρα και διακοπτόμενους εφιάλτες επιμέλεια: Γ. Βασλαματζής μτφρ. Ε. Κανελλοπούλου, Ι. Μαλογιάννης, Μ. Τζινιέρη - Κοκκώση εκδ. Ικαρος, 2023. σελ. 333
Ο Φρόιντ ήταν ο πρώτος που ανέδειξε τη σημασία των ονείρων: τα θεώρησε εμβληματικό στοιχείο της λειτουργίας του ασυνείδητου ψυχικού κόσμου – και εντέλει μια μορφή ασυνείδητης σκέψης. Την τελευταία αυτή σύλληψη ανέπτυξαν και διεύρυναν μεταγενέστεροι ψυχαναλυτές, που υποστήριξαν πως αυτού του είδους η σκέψη αποτελεί θεμελιώδη τρόπο ψυχικής επεξεργασίας της εμπειρίας.
Ο τίτλος του βιβλίου, «Αυτή η τέχνη της ψυχανάλυσης. Ονειρευόμενοι ανονείρευτα όνειρα και διακοπτόμενους εφιάλτες», αποτελεί μια σύνοψη των όσων εκθέτει ο συγγραφέας του, ο Αμερικανός Τόμας Ογκντεν, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ψυχαναλυτές, στα οκτώ κεφάλαιά του. Δηλώνει κατ' αρχάς, δηλαδή, πως το να ονειρεύεται (και να ονειροπολεί) κανείς, στον ύπνο ή στον ξύπνο, αποτελεί τη θεμελιώδη δραστηριότητα της ψυχικής εργασίας. Οταν αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή διακόπτεται, τα ακατέργαστα συναισθηματικά δεδομένα δεν μπορούν να μετατραπούν σε ψυχική εμπειρία. Ετσι, «ένας άνθρωπος απευθύνεται σε έναν αναλυτή επειδή βιώνει ψυχικό πόνο τον οποίο, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, είτε δεν είναι ικανός να ονειρευτεί, ..., είτε είναι τόσο ταραγμένος από αυτό που ονειρεύεται ώστε διαταράσσεται η ονειροποιητική του λειτουργία. Στον βαθμό που το άτομο είναι ανίκανο να ονειρευτεί τη συναισθηματική του εμπειρία, είναι ανίκανο να αλλάξει» (σελ. 24, κεφάλαιο Αυτή η τέχνη της ψυχανάλυσης. Ονειρευόμενοι ανονείρευτα όνειρα και διακοπτόμενους εφιάλτες). Ο στόχος της ανάλυσης είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που, με τη συμμετοχή του αναλυτή, θα διευκολύνουν τον αναλυόμενο να ονειρευτεί την ανονείρευτη ή διακεκομμένη ψυχική του εμπειρία.
Ο Βρετανός ψυχαναλυτής Ουίλφρεντ Μπίον εισήγαγε στο ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο την έννοια της ονειροπόλησης (reverie), που δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως συνώνυμη του ρεμβασμού εν γένει. Ο Μπίον εννοεί τη δυνατότητα του ψυχισμού να δέχεται μια υπερβολή ερεθισμών, αισθητηριακών ή και συναισθηματικών και να τους μορφοποιεί σε ένα σχήμα ονειρικής σκέψης. Ως παράδειγμα αναφέρει τη σχέση μητέρας - βρέφους, τη δεκτικότητα της μητέρας σε ό,τι ερέθισμα λάβει από το παιδί και τη μετατροπή της συνεπακόλουθης αναστάτωσής της σε μια ονειρική σκέψη που θα τροφοδοτήσει την απάντησή της σ' εκείνο. Συνεπώς, το σκέπτεσθαι απαιτεί τουλάχιστον δύο ψυχισμούς, σε μια διαλεκτική σχέση πομπού και δέκτη.
Η ονειροπόληση είναι νομίζω για τον Ογκντεν η έννοια που αποδίδει πληρέστερα τη φύση και την ποιότητα της συμμετοχής του αναλυτή, που θα διευκολύνει τον αναλυόμενο να ονειρευτεί την ανονείρευτη ή διακεκομμένη ψυχική του εμπειρία. Οχι βέβαια ως θεωρητική έννοια, σημειώνει στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης ο επιμελητής της, ψυχαναλυτής Γρηγόρης Βασλαματζής, αλλά ως «ένδειξη ότι παραμένει ψυχικά δεκτικός και ικανός να επεξεργάζεται ονειρικά τα βιώματά του εντός της αναλυτικής συνθήκης» (σελ. 18). Στο βιβλίο, οι κλινικές αφηγήσεις στο πλαίσιο των οποίων ο Ογκντεν θέτει την ονειροπόλησή του (ή τη δυσκολία του να ονειροποιήσει) ως απόκριση σε αυτό που του φέρνει ο αναλυόμενος ή η αναλυόμενή του το αποδεικνύουν στο έπακρο (π.χ. σελ. 138-153, στο κεφάλαιο Το να μην μπορεί κανείς να ονειρεύεται).
Ο Μπίον είναι λοιπόν η μείζων αναφορά στο βιβλίο (αλλά όχι η μόνη, αφού ο Φρόιντ και ο Γουίνικοτ κυρίως, αλλά και η Μέλανι Κλάιν και άλλοι είναι συνομιλητές του μέσα σ' αυτό), καθώς η σκέψη του Ογκντεν τον συναντά σε δύο μεγάλα ζητήματα: πρώτον, στη μετακίνηση από τη σημασία του ονείρου στη σημασία της εμπειρίας του ονειρεύεσθαι και δεύτερον, στο ότι το σκέπτεσθαι απαιτεί τουλάχιστον δύο ψυχισμούς.
«Ενας άνθρωπος απευθύνεται σε έναν αναλυτή επειδή είτε δεν είναι ικανός να ονειρευτεί είτε είναι τόσο ταραγμένος από αυτό που ονειρεύεται, ώστε διαταράσσεται η ονειροποιητική του λειτουργία».