Η ψυχαναλυτική γραφή είναι ένας συνδυασμός ερμηνείας και τέχνης
Ποια είναι όμως η συμμετοχή του κάθε ψυχισμού σε αυτό το σκέπτεσθαι; Επ' αυτού ο Ογκντεν σημειώνει ότι θεωρεί την ονειροπόληση του αναλυτή ως δημιούργημα μιας ασυνείδητης διυποκειμενικότητας αναλυτή και αναλυόμενου. Και εμβαθύνει, συζητώντας αναλυτικό υλικό: «Δεν θα είχε νόημα για μένα να θεωρήσω τις ονειροπολήσεις που αφορούσαν την εμπειρία της παιδικής μου ηλικίας στη λίμνη αποκλειστικά ως αντανάκλαση του έργου του ασυνειδήτου μου ή αποκλειστικά ως αντανάκλαση του ασυνείδητου έργου του ασθενούς.
Από αυτή την άποψη είναι αδύνατο (και χωρίς νόημα) να πούμε ότι η δική μου ιδέα ή η ιδέα του ασθενούς ήταν αυτή που μεταφέρθηκε στην ερμηνεία» (σελ. 186, στο κεφάλαιο Τι είναι αληθινό και τίνος ιδέα ήταν;).
Η παραπάνω ιδέα εκτείνεται πέρα από την αναλυτική σχέση, στη σχέση συγγραφέα - αναγνώστη και μάλιστα όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, εμφατικά παρούσα στο βιβλίο (Ρ. Φροστ, Σ. Χίνι και κυρίως Μπόρχες), αλλά και στο ψυχαναλυτικό κείμενο. Με αφετηρία το «Πένθος και μελαγχολία» του Φρόιντ και την απήχηση που είχε και έχει ο τρόπος με τον οποίο διάβασε και ερμήνευσε η Kλάιν αυτό το κείμενο, ο Ογκντεν υποστηρίζει ότι «η επιρροή δεν ασκείται μόνο από μια προγενέστερη πνευματική συνεισφορά σε μια μεταγενέστερη· μεταγενέστερες [συνεισφορές]... επηρεάζουν την ανάγνωση προγενέστερων» (σελ. 157), εισηγούμενος εδώ μια διαχρονική αμφίδρομη επίδραση των ιδεών μεταξύ τους (σελ. 158).
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (Περί ψυχαναλυτικής γραφής), ο –χαρισματικός– συγγραφέας Ογκντεν εμβαθύνει στην ψυχαναλυτική γραφή και εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος γράφει τις εργασίες του.
Οχι τυχαία ο Ογκντεν θεωρεί την ψυχαναλυτική γραφή «λογοτεχνικό είδος που περιλαμβάνει τον συνδυασμό ερμηνείας και τέχνης». Για εκείνον η ψυχαναλυτική γραφή περιλαμβάνει απαραιτήτως «τη δημιουργία ενός έργου τέχνης αν πρόκειται να δημιουργήσει στον αναγνώστη μια αίσθηση της “μελωδίας αυτού που συμβαίνει”» (σελ. 258). Ο συγγραφέας δεν παραλείπει εξάλλου να δηλώσει ότι «η ψυχαναλυτική γραφή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή [τ]ου» (σελ. 257). Εδώ θα μπορούσαμε να θυμηθούμε την ψυχαναλύτρια και καλλιτέχνιδα Μάριον Μίλνερ, που υπογραμμίζει την ευχαρίστηση που ενέχει για τον καλλιτέχνη η δημιουργική διαδικασία. Θα μπορούσαμε επίσης να σκεφτούμε ότι «Η τέχνη της ψυχανάλυσης» του τίτλου του βιβλίου αναφέρεται, εν μέρει τουλάχιστον, στην επικράτεια της ψυχαναλυτικής γραφής. Αλλά, αφού η ίδια η εκφορά μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας ή και η ενδεχομένως σιωπηλή ονειροποιητική διεργασία ενέχουν το στοιχείο της μορφοποίησης, της δημιουργίας ψυχικών εικόνων, δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι η καθαυτή άσκηση της ψυχανάλυσης συνδέεται με το είδος της απόλαυσης που συνήθως αποδίδουμε στην επαφή μας με την τέχνη, ως δημιουργοί ή και ως θεατές της. Ισως λοιπόν ο τίτλος αναφέρεται στην άσκηση της ψυχανάλυσης συνολικά, συμπεριλαμβανομένης της ανάγνωσης και της γραφής, που μετέχουν σε μιαν ιδιαίτερη διυποκειμενικότητα – εκείνη της ψυχαναλυτικής κοινότητας.
Δυο λόγια για την ελληνική έκδοση ενός έργου εύλογα πολύ απαιτητικού. Κατ' εμέ, οι συντελεστές της, ο επιμελητής (Γρηγόρης Βασλαματζής) και οι μεταφραστές (Ελίνα Κανελλοπούλου, Ιωάννης Μαλογιάννης, Μαρία Τζινιέρη-Κοκκώση) πέτυχαν να δώσουν ένα ρέον ελληνικό κείμενο με απλές, νηφάλιες, σαφείς μεταφραστικές επιλογές που επιτρέπουν στον αναγνώστη να αντλήσει ευχαρίστηση από τη διαδρομή του στο ιδιαίτερο τοπίο της ψυχαναλυτικής τέχνης του Ογκντεν. Είναι ακόμη σημαντικό να αναφερθούμε στην Εισαγωγή και τις Σημειώσεις (από τον επιμελητή) και τον διευκολυντικό τους ρόλο. Επίσης, στον Πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση. Τέλος, στο ότι η ίδια η πρωτοβουλία της μετάφρασης του βιβλίου του Ογκντεν στα ελληνικά δημιουργεί ένα ακόμη πεδίο επαφής των Ελλήνων ψυχαναλυτών με τη σκέψη του μεγάλου αυτού ψυχαναλυτή.
Ο συγγραφέας παραδέχεται ότι η ψυχαναλυτική γραφή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή του.