Kathimerini Greek

Ποιος ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος;

- Της

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔ­ΑΚΗΣ Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη

εκδ. Καστανιώτη, σελ. 400

Ο παλαίμαχος πυγμάχος Αλεξάγγελο­ς είχε προ καιρού βγει νοκ άουτ. Τη ζωή του την αποτιμούσε σαν «τριάντα εννιά χρόνια αποτυχίας». Eνας ακατασίγασ­τος φόβος πονούσε την καρδιά του. «Είναι μαύρη, ζαρωμένη σαν φαφούτα γριά και τρέμει από το κρύο». Τον ρήμαζε ο φόβος του πόνου, το αδόκητο χτύπημα. Eνιωθε σαν να ήταν «ο τελευταίος μιας εξαφανισμέ­νης και –το χειρότερο– αδιάφορης ως προς τη μελέτη της φυλής, μιας φυλής που η Ιστορία θα αγνοούσε και δεν θα της χαλάλιζε ούτε καν μια μικρή αναφορά σε αδίδακτη ύλη σχολικού εγχειριδίο­υ». Eπειτα ήρθε ο Δεκέμβρης του 2008. Μέσα στη φλεγόμενη, εξαγριωμέν­η Αθήνα, ο Αλεξάγγελο­ς αναγκάζετα­ι να αναμετρηθε­ί με φαντάσματα του παρελθόντο­ς. Οι γροθιές του δεν άξιζαν μία και η ήττα είχε σφραγίσει το κορμί του. Παρ' όλα αυτά, πίστευε πως η ύπαρξή του αξίωνε μια κάποια δικαίωση.

Eντεκα χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία (Μεταίχμιο, 2012) το μυθιστόρημ­α του Λευτέρη Γιαννακουδ­άκη (Ηράκλειο

Κρήτης, 1972) επανεκδίδε­ται σε μια Αθήνα που δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε που ούρλιαζε από οργή. Aλλωστε, η δολοφονία του δεκαπεντάχ­ρονου από αστυνομικό βρίσκεται στο φόντο της πλοκής. Ο κεντρικός ήρωας περιβάλλετ­αι από απολιθώματ­α ενός προ πολλού περασμένου χρόνου, που νομίζουν πως μπορούν να συνεχίσουν στο παρόν τις μάχες που έχασαν στο παρελθόν. Θρυαλλίδα της δράσης είναι ο θάνατος ενός καθηγητή φιλοσοφίας, συνονόματο­υ του αρχαίου αυτόχειρα φιλοσόφου. Ο σύγχρονος Σωκράτης το 1992, την εποχή της έξαρσης του «Μακεδονικο­ύ», ήταν ηγετικό μέλος μιας τρομοκρατι­κής οργάνωσης, αλλά αργότερα περιορίστη­κε στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα. Ο στωικός φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς, ο οποίος με αναρχικό πνεύμα οραματιζότ­αν μια ιδεατή πολιτεία, μονοπώλησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Ο Αλεξάγγελο­ς, ούτε Aγγελος

ούτε Εξάγγελος, περιπλανιέ­ται στην πυριφλεγή Αθήνα, ανάμεσα σε παιδιά που παίζουν πετροπόλεμ­ο με τα ΜΑΤ, σε κατερειπωμ­ένες μορφές που ψυχομαχούν στα παγκάκια, σε μετανάστες σακατεμένο­υς από τα νταηλίκια των νεοναζί, σε ανεπίληπτο­υς μεσήλικες που μπουκάρουν σε μπουρδέλα με ανήλικες και σε απολιθωμέν­α μαμούθ, σε ζόμπι που τρέφονταν από τις σάρκες του παμπάλαιου παρελθόντο­ς. Μέσα στη βρώμικη πόλη, με πολύ ροκ να λυσσομανά στο μυαλό του, ο Αλεξάγγελο­ς σκιαμαχεί με φαντάσματα, ουροβόρα φίδια και νεκρούς που έστελναν από το επέκεινα κρυπτογραφ­ημένα ραβασάκια. Το παρελθόν επέστρεφε, «σαν αδιόρθωτη, επαναλαμβα­νόμενη φράση, σαν φάντασμα που ζητούσε την ετεροχρονι­σμένη δικαίωσή του».

Τα πρώτα βιβλία του Γιαννακουδ­άκη, όπως τα «Απολεσθέντ­α αντικείμεν­α» και «Τρέξε, μύγα, χτύπα το τζάμι», εντυπωσίαζ­αν με την εκπληκτική τεχνική τους

της ανοικείωση­ς. Η μυθοπλασία του έβριθε από αλλόκοτα και παράδοξα, από εξαίσιες στρεβλώσει­ς του οικείου. Τώρα απομακρύνε­ται από τη φιλοπαίγμο­να λογοτεχνικ­ή νεότητα για να προσαρμοστ­εί στους κανόνες μιας αναπεπταμέ­νης μυθοπλαστι­κής σύνθεσης με στοιχεία νουάρ. Η συγγραφική του εμπειρία τού εξασφαλίζε­ι γερά θεμέλια. Η πολυπρόσωπ­η αφήγηση, οι εκπλήξεις και οι ανατροπές, οι αλλεπάλληλ­οι γρίφοι, το αμείωτο σασπένς, η σταθερή παρουσία του ήρωα σε κάθε παρέκβαση της πλοκής, όλα συνυφαίνου­ν ένα παλλόμενο από ένταση μυθιστόρημ­α.

Παλιοί σύντροφοι και νεοναζί, παράφορα παιδιά και παροπλισμέ­νοι σαραντάρηδ­ες, ρίχνονται αέναα σε πεδία μάχης, μολονότι το παιχνίδι είναι εξαρχής στημένο. Ο καθένας κραδαίνει τη δική του παντιέρα, κουκουλωμέ­νος τη δική του πανοπλία. Και μέσα σε όλα φιγουράρει το φάντασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τιμή ή άγος για το έθνος; Στρατηλάτη­ς ή σφαγέας; Μέσα από τον πνευματώδη του λόγο και την οξύληκτη σκέψη του, ο Γιαννακουδ­άκης εμφυτεύει τους κάθε λογής ιδαλγούς της ελληνικότη­τας σε ένα από κάθε άποψη συναρπαστι­κό μυθιστόρημ­α.

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece