Η συνείδηση είναι βιολογικό φαινόμενο
Ο καθηγητής Φίλιππος Καργόπουλος μιλάει για τους Baby Boomers και τη σημερινή νέα γενιά, την ποίηση και την ευτυχία
Επειτα από μια μακρά πορεία σε αμερικανικά και ελληνικά πανεπιστήμια, διδάσκοντας Λογική, Γνωσιοεπιστήμη, Οντολογία, Επιστημολογία, και Φιλοσοφία της γλώσσας και της νόησης, ο Φίλιππος Καργόπουλος δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να τον σκέφτονται απλά ως φιλόσοφο. Ο Καργόπουλος γεννήθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε φιλοσοφία στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο University of Chicago και στο Boston University, και δίδαξε στην ίδια χώρα στο University of Massachusetts in Boston, και στο Brandeis.
Στην Ελλάδα δίδαξε επί σειράν ετών στον Τομέα Φιλοσοφίας και στο Τμήμα Ψυχολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή του καριέρα στην Κύπρο στα Τμήματα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου στη Λευκωσία και του Πανεπιστημίου Νεάπολις της Πάφου. Εκτός από τις πολλές δημοσιεύσεις σε περιοδικά φιλοσοφίας, ψυχολογίας και γενικής παιδείας, ο Καργόπουλος έχει υπογράψει τα βιβλία: «Realism, Relativism and Reference», «Το πρόβλημα της επαγωγικής λογικής», «The Science of Logic and the Art of Thinking», και «Εισαγωγή στη συμβολική λογική».
– Παρακολούθησα πρόσφατα μια διάλεξή σας για τον νου και τη συνείδηση, που δώσατε μπροστά σ' ένα κοινό της Ελληνικής Εταιρείας Γνωσιακής Επιστήμης, και θυμάμαι ότι στο τέλος κάποιος απ' το ακροατήριο σας ρώτησε αν πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει συνείδηση στις μηχανές. Είναι μια συζήτηση που γίνεται αυτόν τον καιρό, εξαιτίας της προόδου της τεχνητής νοημοσύνης. Τι απαντάτε;
– Περισσότερο και από τη νοημοσύνη, με την οποίαν είναι στενά συνυφασμένη, η συνείδηση είναι βιολογικό φαινόμενο, είναι δηλαδή υποχρεωτικά «ενσώματη» και «ευαίσθητη στις περιστάσεις». Απαιτείται τρωτό και ευαίσθητο σώμα για να νιώσουμε πόνο, φόβο, ηδονή, χαρά και να βγάλουμε κίνηση, φωνή, κλάμα, ή γέλιο, πριν καν μάθουμε λέξεις για να περιγράψουμε τι τρέχει μέσα μας και τι αντιλαμβανόμαστε γύρω μας. Αλλά και αργότερα, μετά την έλευση της γλώσσας και την απαρχή του ανθρώπινου νου, συναίσθημα που δεν το νιώθεις στο σώμα σου είναι υποκρισία, ή αυταπάτη. Αν η συνείδηση νοηθεί ως μηχανισμός παρακολούθησης και ελέγχου, ίσως να κατασκευαστεί κάποτε μηχανή που να παρακολουθεί τι συμβαίνει μέσα της και γύρω της και να αντιδρά ανάλογα (όπως ένα προηγμένο σύστημα συναγερμού, ή όπως τα αυτόματα στο Blade Runner), όμως θα μιμείται βίωμα (που δεν έχει) ακολουθώντας το νόημα, ενώ σε εμάς και
σε μια πραγματική συνείδηση (ακόμη και ζωική) το βίωμα προηγείται του όποιου νοήματος. Αλλά ακόμη και τα νοήματα τα ίδια αποκτούν βιωματική βάση: έχουμε διαφορετική σωματική αντίδραση στο ψεύδος, στην αλήθεια, ή στην αβεβαιότητα, ενώ μια απόδειξη στα μαθηματικά, ή ένα ποίημα, μπορεί να φέρει δάκρυα στα μάτια μας. Το πώς νιώθει η σύντροφός μου, ο συνάνθρωπός μου, η γάτα μου με ενδιαφέρει. Γιατί όμως να με ενδιαφέρει πώς νιώθει ένα μηχάνημα που έμαθε να μιμείται κατά παραγγελία συναίσθημα;
– Κλείνοντας την ίδια διάλεξη, υποσχεθήκατε ότι με μια νέα ευκαιρία, θα μιλήσετε για την ευτυχία. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο επίκαιρο θέμα, κι είμαι πολύ περίεργος να μάθω τα πορίσματα στα οποία έχετε καταλήξει.
– Με ενδιαφέρει το ερώτημα γιατί η ευτυχία και η επιδίωξή της, μολονότι είναι το ισχυρότερο χαρτί που παίζεται στις ζωές μας, είναι τόσο δύσκολο να προσεγγιστεί με κάποια αντικειμενικότητα επιστημονική, ή φιλοσοφική. Ας πούμε γενικά ότι, όπως και οι περί θεού πίστεις, η ευτυχία είναι ιδέα κατασκευασμένη από πεποιθήσεις με καταβολές σε κοινωνικές παραδόσεις. Αν την σκεφτούμε ως τελικό σκοπό, κατ' αναλογία με την επιδίωξη νίκης στις αθλητικές αναμετρήσεις, τότε αφήνει κάποιο αντικειμενικό ίχνος, στη δικαιοσύνη (ισονομία), στην ισορροπία μεταξύ προσπάθειας και επίτευξης (το δύσκολο,
αλλά όχι ακατόρθωτο), και στο ότι ο παράγοντας τύχη είναι αποδεκτός (και στα σπορ και στη ζωή). Αν την σκεφτούμε ως τελική κατάληξη, κατ' αναλογία με την εντροπία, τότε με βάση τις πολλές αντικειμενικές δυστυχίες που αντιμετωπίζει (ή φοβάται ότι θα αντιμετωπίσει) ο κάθε άνθρωπος κατασκευάζει το αντίθετό τους και αν αυτά τα αντίθετα ορίζουν μία συνισταμένη, τότε αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως «η ευτυχία του», αλλά βέβαια αυτό αλλάζει ανάλογα με το τι αντιμετωπίζει στο ξετύλιγμα της ζωής του. Το άρθρο θα δημοσιευθεί σε επόμενο τεύχος του περιοδικού «Σύναψις».
– Ποια ιδέα σας απασχόλησε περισσότερο και συνεχίζει να σας προβληματίζει στην έως τώρα πορεία σας ως φιλόσοφο και επιστήμονα;
– Διάλεξα να σπουδάσω φιλοσοφία ακριβώς επειδή με ενδιέφερε όλο το επιστητό (από τη λογική και τις θετικές επιστήμες που βασίζονται σε απόδειξη και στοχεύουν σε εξήγηση, μέχρι τις ανθρωπιστικές σπουδές που βασίζονται σε ερμηνεία και στοχεύουν σε κατανόηση εαυτού και κόσμου). Υπήρξα τυχερός στο ότι έζησα τη ζωή μου γράφοντας και διδάσκοντας φιλοσοφία, αλλά και ιδιαίτερα τυχερός γιατί για πολλά χρόνια δίδαξα και έκανα έρευνα στην ψυχολογία που είναι συνάμα βιολογική, συμπεριφορική, γνωστική, κοινωνική και θεραπευτική επιστήμη, αλλά παράλληλα συνορεύει με τις ανθρωπιστικές σπουδές, ενώ τώρα εντάσσεται μαζί με τη φιλοσοφία στη διεπιστημονική προσπάθεια της Γνωσιοεπιστήμης που έχει ως στόχο να εξιχνιάσει το αίνιγμα της νοημοσύνης (σε τι συνίσταται η νοημοσύνη και πώς είναι δυνατή η πραγμάτωσή της στον φυσικό κόσμο). Το βιβλίο που γράφω αυτόν τον καιρό είναι πάνω στο «αίνιγμα της συνείδησης», δηλαδή στη σχέση συνειδητότητας (που έχουν και τα ζωντανά και τα μωρά) και αυτοσυνείδησης (που αναπτύσσουν μάλλον μόνο οι άνθρωποι, αφού έχουν αποκτήσει γλώσσα και νοημοσύνη).
Η ταχύτατη πρόσβαση των νέων στην πληροφορία, μέσω Google π.χ., δεν τους βοηθάει ιδιαίτερα από τη σκοπιά της μόρφωσης, επειδή «δεν έμαθαν να μαθαίνουν».