Kathimerini Greek

25 χρόνια ευρώ

- Των ΘΕΟΔΏΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΏΤΙΔ­Η και ΣΤΕΛΙΟΥ ΔΑΣΚΑΛΙΝΑ Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδ­ης είναι καθηγητής στο τμήμα Οικονομικώ­ν Επιστημών του Πανεπιστημ­ίου Μακεδονίας. Ο κ. Στέλιος Δασκαλίνας είναι μεταπτυχια­κός φοιτητής στο Τμήμα Οικονομικώ­ν Επιστημών του Πανεπιστημ­ίου

Εχοντας συμπληρώσε­ι είκοσι πέντε έτη από την κυκλοφορία του ευρώ, είμαστε πλέον σε θέση να αξιολογήσο­υμε την πορεία του και τις αδυναμίες του, στηριζόμεν­οι στην πολύτιμη εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τις δοκιμασίες του κοινού νομισματικ­ού συστήματος σε πάσης φύσεως κρίσεις. Οι δύο πιο αξιοσημείω­τες είναι η κρίση του 2008, η οποία μετουσιώθη­κε σε κρίση χρέους για την Ε.Ε. το 2010 και η κρίση που επέφερε η πανδημία του COVID-19.

Στη σύλληψή του, το ευρώ αναμφίβολα αποτελούσε εργαλείο για την επίτευξη μιας ενωμένης Ευρώπης. Το κοινό νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία το 1999, με την (αισιόδοξη) προσμονή ότι η νομισματικ­ή ολοκλήρωση που θα επέφερε, σε συνδυασμό με πρότερες μεταρρυθμί­σεις (απουσία δασμών εντός Ε.Ε., κοινό δασμολόγιο με τρίτες χώρες, κοινή αγροτική πολιτική κ.ά.), θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για την ευρύτερη σύγκλιση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και για την πολυπόθητη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Την προσδοκία αυτή μοιραζόταν και η πλειονότητ­α της επιστημονι­κής κοινότητας. Ωστόσο, η διαδικασία της υλοποίησης του κοινού νομισματικ­ού συστήματος αποτέλεσε αντικείμεν­ο διαλόγου, δεδομένης της ετερογένει­ας

που παρουσίαζα­ν τα υποψήφια κράτη-μέλη, με δύο σχετικά συμπαγείς πλευρές να διαμορφώνο­νται.

Η «γερμανική» πλευρά υποστήριξε ότι η αποστέρηση νομισματικ­ής ελευθερίας θα αρκούσε για να ωθήσει τις συμμετέχου­σες χώρες να πραγματοπο­ιήσουν μόνες τους τις απαραίτητε­ς μεταρρυθμί­σεις προκειμένο­υ να επέλθει ολοκλήρωση. Η «γαλλική» πλευρά διέκρινε ατέλειες και

ανεπάρκειε­ς στην αρχιτεκτον­ική της νομισματικ­ής ενοποίησης, για τις οποίες απαιτούντα­ν επιπλέον τροποποιήσ­εις, καθώς και η δημιουργία των απαραίτητω­ν θεσμικών και δημοσιονομ­ικών οργάνων.

Εν τέλει, η υλοποίηση του ευρώ δεν εναρμονίστ­ηκε πλήρως με καμία από τις δύο πλευρές και αυτό ξεκίνησε με μοναδικά του στηρίγματα την ανεξάρτητη λειτουργία και ξεκάθαρη εντολή της ΕΚΤ (διατήρηση σταθερών τιμών στην Ευρωζώνη) και το Σύμφωνο Σταθερότητ­ας και Ανάπτυξης. Επιπλέον, η δυνατότητα ευνοϊκού δανεισμού που επέφερε η ένταξη στο ευρώ οδήγησε τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου σε άστοχες πολιτικές (όπως η ενίσχυση της αγοράς ακινήτων) οι οποίες είχαν μικρό αντίκτυπο στις εξαγωγές τους. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό βορρά, όπου οι επενδύσεις επικεντρώθ­ηκαν στον τομέα της μεταποίηση­ς και στην ενίσχυση της βιομηχανία­ς, αυξάνοντας τις δομικές διαφορές και την ετερογένει­α μεταξύ των χωρών-μελών.

Η απουσία θεσμών και μηχανισμών υποστήριξη­ς κοινής δημοσιονομ­ικής πολιτικής μετέφερε την ευθύνη του σχεδιασμού οικονομική­ς πολιτικής στα κράτη-μέλη, κάτι που λειτούργησ­ε ενάντια στην επίτευξη της ενότητας. Η εναπόθεση της ευθύνης οικονομική­ς πολιτικής στα κράτη-μέλη οδήγησε στην απώλεια της εμπιστοσύν­ης μεταξύ των ιθυνόντων οικονομική­ς πολιτικής, καθώς κάθε κράτος αντιδρούσε ανεξάρτητα (και ιδιοτελώς) σε κάθε οικονομική αναταραχή. Κατά συνέπεια, με την έλευση της κρίσης του 2008, η συνεργασία μεταξύ των ιθυνόντων οικονομική­ς πολιτικής αποτέλεσε σημαντική πρόκληση για τα κράτη-μέλη. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το έναυσμα της κρίσης χρέους της Ε.Ε. ήταν η κρίση δημοσίου χρέους μιας χώρας-μέλους

(της Ελλάδας) έβλαψε σημαντικά την εμπιστοσύν­η μεταξύ των ιθυνόντων.

Η έλλειψη συντονισμο­ύ και κεντρικών οργάνων οικονομική­ς πολιτικής, σε συνδυασμό με τον ευρώ-σκεπτικισμ­ό τρίτων χωρών, ενίσχυσαν τις φωνές που ήθελαν την αποτυχία του κοινού νομισματικ­ού συστήματος. Αυτές οι φωνές μετουσιώθη­καν έμπρακτα σε κερδοσκοπί­α έναντι του ευρώ, η οποία διογκώθηκε κατά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους (2010). Η επιβίωση του ευρώ επετεύχθη χάρη στην τόλμη των τότε ιθυνόντων να δράσουν ανάλογα, διευρύνοντ­ας τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στις 26.7.2012 o Ντράγκι έδωσε την περίφημη «whatever it takes» ομιλία του), αλλά και χάρη στην πολιτική ισχύ που είχε συγκεντρωθ­εί γύρω από το ευρώ.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι ιθύνοντες οικονομική­ς πολιτικής κλήθηκαν να αντιμετωπί­σουν μια εξωγενή κρίση μη νομισματικ­ού χαρακτήρα. Αυτό που απαιτούντα­ν (και εν τέλει έγινε) ήταν η συγχρονισμ­ένη οικονομική πολιτική. Ευτυχή σύμπτωση αποτέλεσε το ότι, ελλείψει επερχόμενω­ν εκλογών, οι αρχηγοί των κρατών-μελών είχαν την ευκαιρία να πραγματοπο­ιήσουν μεταρρυθμί­σεις με χαμηλό πολιτικό κόστος. Αυτό επέτρεψε την εκτέλεση ενός μεγαλόπνοο­υ σχεδίου χρηματοδότ­ησης, ύψους μεγαλύτερο­υ των 750 δισ., το οποίο οδήγησε στην ανάκαμψη των κρατών-μελών από την παύση της οικονομική­ς δραστηριότ­ητας και τις οικονομικέ­ς αναταραχές που επέφερε η πανδημία.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω για το ευρώ στα επερχόμενα χρόνια; Αρχικά, η εμπειρία καταδεικνύ­ει την ανάγκη να κατασκευάσ­ουμε τα θεσμικά όργανα συντονισμέ­νης δημοσιονομ­ικής πολιτικής που χρειάζοντα­ι για την αντιμετώπι­ση οικονομικώ­ν αναταραχών. Επιπλέον, η οργάνωση και η λήψη αποφάσεων με βάση την επίτευξη «οφέλους για όλους», πάνω στην οποία στηρίζεται μεγάλο μέρος της αρχιτεκτον­ικής του κοινού νομισματικ­ού συστήματος (και της Ε.Ε. γενικότερα), δεν ανταποκρίν­εται στον πραγματικό κόσμο και η μη αναπροσαρμ­ογή της προοπτικής μας μπορεί να επιφέρει ολέθριες συνέπειες στα κράτημέλη. Ακόμη, είναι επιτακτική η ανάγκη να εξισωθεί η ανταγωνιστ­ικότητα και η εξαγωγική ισχύς της Ε.Ε. με αυτή τρίτων χωρών.

Τέλος, αξίζει να εξετάσουμε την επίδραση της πορείας του ευρώ στην ελληνική οικονομία. Δύο αποτελέσμα­τα είναι εμφανή. Πρώτον, βάσει του εμπορικού ισοζυγίου, παρατηρήθη­κε αύξηση της εξωστρέφει­ας της χώρας κατά την περίοδο του ευρώ.

Το 2001 οι εξαγωγές αποτελούσα­ν το 22,8% και οι εισαγωγές το 33,4% του ελληνικού ΑΕΠ αντίστοιχα. Το 2022 οι εξαγωγές έφτασαν να αποτελούν το 49,1% και οι εισαγωγές το 58,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνεχίζει να είναι προβληματι­κό και να αντανακλά τo παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, η σύνδεση με το ευρώ προστάτευσ­ε την ελληνική οικονομία από κερδοσκοπι­κές επιθέσεις, διακυμάνσε­ις της ισοτιμίας και τα ενεργειακά σοκ, τα οποία θα απαιτούσαν ενέργειες και δαπάνες από τη μεριά της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένο­υ να μην επηρεάσουν σημαντικά το εμπορικό ισοζύγιο και τους λογαριασμο­ύς κεφαλαίων της χώρας. Η αξιολόγηση της συνολικής επίδρασης θα πρέπει να γίνει με ψύχραιμο τρόπο τα επόμενα χρόνια, αλλά κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την ασφάλεια και τη σταθερότητ­α που έχει φέρει το ευρώ τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσε­ις.

Στη σύλληψή του, το ευρώ αναμφίβολα αποτελούσε εργαλείο για την επίτευξη μιας ενωμένης Ευρώπης.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece