Χρειάζεται η ποίηση την Παγκόσμια Ημέρα της;
Τέσσερις Ελληνες ποιητές στην «Κ»
Ο κανόνας θέλει να θεσπίζονται –ιδίως από τον ΟΗΕ και την UNESCO– παγκόσμιες ημέρες όταν είτε ένα φαινόμενο των καιρών μας τίθεται εν κινδύνω ή υπό εξαφάνιση είτε η παγκόσμια ελεύθερη κοινότητα θέλει να προσφέρει ορατότητα σε άτομα και φαινόμενα που μένουν στη σκιά και επιζητούν αναγνώριση και αποδοχή.
Είναι η ποίηση κάτι από τα ανωτέρω ώστε να χρειάζεται μια παγκόσμια ημέρα –την 21η Μαρτίου, πρώτη ημέρα της άνοιξης– στο όνομά της; Κι ακόμη περισσότερο, έχουν η ελληνόφωνη ποίηση και οι λέξεις μιας γλώσσας «μικρής ανάγκης ορατότητα ή βρίσκονται, άραγε, υπό εξαφάνιση»;
Οπως θα δούμε παρακάτω να μας λένε οι ποιήτριες και οι ποιητές, κάθε άλλο παρά συμβαίνει οτιδήποτε από τα προαναφερθέντα. Η εθνική γλώσσα –άρα και η γραφή, ο ρυθμός, το περιεχόμενό της– «μεγαλώνει», μέσα σε ένα χαοτικό παγκόσμιο χωριό, όσο επιμένουν οι γραφιάδες να αφοσιώνονται στη λεκτική αποτύπωση του κόσμου.
Οι τέσσερις ποιήτριες και ποιητές στοχάζονται πάνω στη γλώσσα μας – «προνόμιο να γράφω στα ελληνικά», λέει ο Θανάσης Χατζόπουλος· στην ποίηση και στο κοινό της – «η μοναδική αξίωσή μου είναι να μοιραστώ ένα βάρος», σημειώνει η Αγγελική Κορρέ· στο κοινωνικό πλαίσιο και, ασφαλώς, στην προσωπική μάχη με τις λέξεις – «θα επιμένω να γράφω», λέει η Ειρήνη Καραγιαννίδου, αφού «δημιουργούμε μια “μικρογλώσσα” ξεφεύγοντας από τις κυρίαρχες γλωσσικές νόρμες», όπως αναφέρει, σαν να τη συμπληρώνει, ο Ευά Παπαδάκης.
λαλιά και τη γραμματεία της, ενώ για τους ξένους ακαδημαϊκούς είμαστε ακόμη το playground στ' ανατολικά, συνεπώς όλο και κάτι βγαίνει. Το άβολο ερώτημα είναι ποιοτικό (τι βγαίνει) και όχι ποσοτικό. Το δικό μου πρώτο σκαλοπάτι είναι να αποφύγω τον κίνδυνο να γράψω σε μια ξένη γλώσσα μέσα στη χώρα μου· η ελληνική μου να είναι πολύ δική μου για να καταστεί κτήμα οποιουδήποτε. Ο χειρισμός της γλώσσας στο δυναμικό παρόν του πολέμου (το παρόν του κόσμου μας) αμφιρρέπει ανάμεσα στη σχέση και στη σχάση. Ομως η σχέση είναι ταυτόχρονα σχάση: με τον «χαμένο παράδεισο» του εαυτού σου· και η σχάση είναι σχέση: με «την κόλαση των άλλων». Ολα βρίσκονται σε ένα βιβλίο που με τραυμάτισε, στις «Exils de langue» του Νασίκα: η μια είναι η γλώσσα του Τσέλαν, η άλλη του Αϊχμαν. Μια καταστροφική δυαρχία, την οποία επιμένουμε να συντηρούμε. Η μοναδική αξίωσή μου τόσο γράφοντας ποίηση όσο και διαβάζοντας ποίηση είναι να μοιραστώ ένα βάρος, όχι μόνο με όσους ανθίστανται στο παρελθόν που μας φόρτωσε ο Αϊχμαν, αλλά και με όσους φοβούνται το μέλλον όπου μας φυλάκισε ο Τσέλαν. κ.ο.κ., σημαντικά μα και αδιάφορα. Οσον αφορά την ποίηση πιο συγκεκριμένα, λόγω πύκνωσης, νιώθω ότι δημιουργούμε μια «μικρογλώσσα» ξεφεύγοντας από τις κυρίαρχες γλωσσικές νόρμες. Εκεί είναι η λευτεριά. Δεν απευθύνομαι ποτέ μόνο σε όσους μιλούν τη γλώσσα μου, αλλά και σε όσες είναι πρόθυμες να δημιουργήσουμε έναν κώδικα επικοινωνίας πέρα από τα γλωσσικά σύνορα: αυτόν του να γυρνάς τη σελίδα ενός βιβλίου λαχταρώντας τη νέα σου πατρίδα. Η ποίηση προσφέρει νέους τρόπους θέασης του κόσμου, από το ποτάμι ώς τη θάλασσα, όπιο για τους εξερευνητές, βάλσαμο για τους εραστές, λευτεριά στην Παλαιστίνη.