«Σκάσε και κολύμπα»
Εδώ και χρόνια, με διάφορες αφορμές, καλούμαστε να απαντήσουμε πώς είναι να γράφουμε σε μια γλώσσα «μικρή» και κατ' επέκταση να αναρωτιόμαστε γιατί δεν υπάρχει αναγνωρισιμότητα στο διεθνές κοινό, κι αυτή η διερώτηση, στην ατροφική ελληνική κοινωνία –που ώς κι οι βιβλιοθήκες υπολειτουργούν–, μοιάζει ειρωνική. Η συγκεκριμένη κατάσταση δεν έχει απαραίτητα να κάνει με την ποιότητα της ποιητικής παραγωγής ή την περιορισμένη εμβέλεια της ελληνικής γλώσσας, αλλά με το όλο σύστημα, από τη ρίζα του διαπλεκόμενο (εκδότες-υπουργεία), που δεν αφήνει κανέναν από τους εμπλεκόμενους να κοιτάξει μακρύτερα από προσωπικές ωφέλειες. Για να μη μας αντιμετωπίζουν οι έξω ως ακόμα μία παραθαλάσσια τοποθεσία που πνίγεται στον ίδιο της τον εαυτό και για να υπάρχουμε ως μία πραγματικότητα με φωνή που επάξια μπορεί να ακουστεί πέρα απ' το χωριό μας –παρότι ο ανταγωνισμός στην αγγλική είναι τεράστιος και μια μετάφραση δεν αρκεί όσο καλή κι αν είναι–, χρειάζεται σωστή στρατηγική από την πολιτεία στο εγχείρημα της διάδοσης αυτής της φωνής, επαγγελματίες που κατέχουν σε ένα ευρύ φάσμα την ελληνόφωνη παραγωγή και ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την προώθησή της και όχι δημοσιοσχετίστες
που στις διεθνείς εκθέσεις βιβλίων βρίσκουν αφορμή για ακόμα ένα ταξίδι αναψυχής. Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες –όχι αισιόδοξες για το άμεσο μέλλον– κι αφού η ποίηση είναι μια δήλωση συνυφασμένη με την κοινωνία μας, το «σκάσε και κολύμπα» μοναχός σου υπερισχύει. Θα επιμένω να γράφω για ό,τι η καρδιά λαχταρά, για τους λίγους ή τους λιγότερους, γι' αυτήν την προσωπική κάθαρση, μέχρι να συμβεί η άλλη, ώστε να μπορούμε να μετέχουμε σε μια κοινή κουλτούρα.