Η ανάπτυξη του δημόσιου χώρου και της αγοράς
Εποχή ξέφρενης ανοικοδόμησης
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870, λιγότερα από 40 χρόνια μετά την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, το μικρό χωριό έχει πλέον αποκτήσει έναν περισσότερο συμπαγή ιστό, πάνω σε πιο σύγχρονα θεμέλια.
Οπως μαρτυρεί το «διάγραμμα του συμπλέγματος των σιδηρών δημοτικών σωλήνων και των κρηνών της πόλεως των Αθηνών» από τον μεταλλειολόγο Ανδρέα Κορδέλλα (1879), το σύστημα ύδρευσης παραμένει υπό συνεχή ανάπτυξη. Το υδραγωγείο του Αδριανού ξεκίνησε να ανακατασκευάζεται τη δεκαετία του 1840, αλλά δεν επαρκεί. Για την πλειονότητα του πληθυσμού, η προμήθεια νερού μετατρέπεται σε διαδικασία δημόσιας συνάντησης. Είναι οι γυναίκες και τα παιδιά που μαζεύονται στις βρύσες της πόλης για να γεμίσουν με νερό τα κανάτια, είναι και οι νερουλάδες που διαλαλούν τη μεταφορά του για περίπου άλλα εκατό χρόνια από τις πρώτες ημέρες της νέας Αθήνας. Σε μια κίνηση διαφάνειας και λογοδοσίας, ο δήμαρχος Αθηναίων των αρχών της δεκαετίας τους 1870, Κυριάκος Παναγής, θα υπογράψει τον απολογιστικό πίνακα έργων, «όσων η ενεστώτα δημοτική Αρχή Αθηναίων εξετέλεσεν από της εγκαθιδρύσεώς της, ήτοι από της 24 Απριλίου 1870 μέχρι της 24 Απριλίου 1872». Στη χειρόγραφη λίστα, που συντάσσει κατά πάσα πιθανότητα το επιτελείο του, αναγράφονται 24 δημόσια έργα, κάποια από τα οποία είναι μέχρι και σήμερα οικεία.
Ελλειψη πρασίνου
Διαχρονική ανάγκη για την πόλη που λούζεται στο αττικό φως φαίνεται πως είναι οι δενδροφυτεύσεις. Η «δενδροφύτευσις των οδών της πόλεως και εκείνης των Σεπωλίων» (sic) κόστισε στα 1870 περί τις 4.016 δραχμές, ποσό που διατέθηκε από τον δημοτικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με το έγγραφο. Περιηγητές και ξένοι απεσταλμένοι στην Αθήνα της εποχής σχολιάζουν την έλλειψη πρασίνου, στην οποία ξεχωρίζουν τα λίγα λιόδεντρα και κάποια οπωροφόρα.
Είναι γι' αυτόν τον λόγο κρίσιμη η δημιουργία των κήπων και των περιβολιών, στους οποίους πρωτοστατεί η Αμαλία και το 1839 έχουν ήδη παραγγελθεί για την τοποθέτηση στους Βασιλικούς Κήπους, παραπλεύρως των ανακτόρων, περσικές καρυδιές, κερλετέριες, ακακίες, ροδακινιές και αμυγδαλιές, μεταξύ άλλων.
Σύνδεση µε το παρόν
Ανάμεσα στα έργα οδοποιίας ξεχωρίζει η δημιουργία ή ανακατασκευή των δρόμων που μέχρι σήμερα αποτελούν τους βασικούς άξονες των αθηναϊκών περιπάτων – και του μποτιλιαρίσματος. Οι οδοί Κολοκοτρώνη, Αδριανού, Αθηνάς, Νίκης, Τρικούπη, Αιόλου και Θεμιστοκλέους είναι μόνο λίγες μεταξύ αυτών που βρίσκονται στην ατζέντα του δημάρχου. Τα έργα, όμως, που στοιχειοθετούν τη σύνδεση με το παρόν της πρωτεύουσας είναι η κατασκευή της γέφυρας της οδού Κολοκυνθούς, η οποία κόστισε 14.300 δραχμές στον δημοτικό προϋπολογισμό καθώς και του μαρμάρινου σιντριβανιού της πλατείας Συντάγματος, που δόθηκε σε εργολάβο προς 3.000 δραχμές.
Ο δημόσιος χώρος της εποχής διανθίζεται με υποδομές που μαρτυρούν την ψυχαγωγική τάση. Για να «παιανίζει η μουσική εις τας πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας» κατασκευάστηκαν δύο μαρμάρινα βάθρα, από τα οποία οι ορχήστρες θα έδιναν σε γιορτές και συγκεντρώσεις τον τόνο της μουσικής της πόλης. Οι ήχοι της Αθήνας τη δεκαετία της ξέφρενης ανοικοδόμησής της είναι αυτοί που υπαγορεύουν τα κάρα που μεταφέρουν εμπορεύματα, οικοδομικά υλικά και ανθρώπους, το συνεχές σφυροκόπημα των μαστόρων (η Αθήνα δεν φημιζόταν για τους ντόπιους μάστορες, αλλά οι νησιώτες, οι Σμυρνιοί και οι Κωνσταντινουπολίτες εργάτες μετέφεραν εκεί την αναντίρρητη δεξιοτεχνία τους) και οι δημόσιες διαφωνίες, που δεν λείπουν από το παλιό οθωμανικό κεφαλοχώρι που ενδύεται τώρα τη δυτικότροπη αίγλη του.
Στα «βιομηχανικά καταστήματα» της Αθήνας κατά τα έτη 1855-1870 περιλαμβάνονται μεταξουργείο, ατμόμυλοι, ελαιοτριβεία, σιδηρουργεία και άλλα, αλλά ξεχωρίζει –με έτος ίδρυσης το 1844– το εργοστάσιο σοκολάτας και ζάχαρης του Παυλίδη, που παράγει μια απρόσμενη πολυτέλεια του καιρού και αριθμεί επτά εργαζομένους. Από τον συγκεντρωτικό πίνακα γίνεται αντιληπτό και το προφίλ των εργατών στο σύνολο των επιχειρήσεων.
Οι γυναίκες απασχολούνται κυρίως στο μεταξουργείο, 140 στο σύνολό τους για τα προαναφερθέντα έτη και αποτελούν το μεγαλύτερο σώμα εργατών ανάμεσα σε όλες τις υφιστάμενες επιχειρήσεις της εποχής. Δύο μονάχα από αυτές είναι εγγράμματες, αλλά όλες αμείβονται πολύ λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους. Το ημερομίσθιο των ανδρών κυμαίνεται από 2,5 έως 3 δραχμές, των γυναικών από 50 λεπτά μέχρι 1,50 δραχμή. Ενα ανήλικο κορίτσι δηλώνεται επίσης στο προσωπικό του μεταξουργείου και ένα ανήλικο αγόρι στελεχώνει
το σιδηρουργείο με έτος ίδρυσης το 1857.
Πάντως, η πρωτεύουσα της Ελλάδας γίνεται τώρα και η βασική εμπορική αρτηρία της και οι κάτοικοι φαίνεται πως αποζητούν την εγγύτητα των καταστημάτων. Στο έγγραφό της «Περί της ζητούμενης συστάσεως κρεοπωλείων επί της διασταυρώσεως των οδών Ευριπίδου και Αιόλου» (1871), η διεύθυνση της Διοικητικής Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς εγκρίνει τη σύσταση του κρεοπωλείου «προς ευκολία των κατοίκων» και δεσμεύεται πως «δύναται να υπάρξη και επίβλεψη εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων» για να μη δίδονται προς πώληση κρέατα επιβλαβή για την υγεία των πολιτών.
Στον «Ιδιαίτερο Πίνακα των Δήμων της Αττικής» του 1839 είχε παρατηρηθεί πως «το κρεοπωλείον και ιχθυοπωλείον ευρίσκονται εις την αγοράν όπου πωλούνται και τα άλλα οψώνια. Μολονότι οποσούν διατηρείται η καθαριότης, νομίζω ότι τα κρεοπωλεία και ιχθυοπωλεία πρέπει να προσδιορισθώσι εις μίαν άκραν της πόλεως, διότι ως εκ της φύσεως πάντοτε προξενούσιν αποφοράν». Η χωροταξία της εμπορικής ζωής υπήρξε ένα ζήτημα που συνυφάνθηκε με τη γέννηση της πόλης. Η αγορά ήταν, άλλωστε, το επίκεντρο της ζωής στην πρωτεύουσα, πολύ πέραν της κάλυψης των αναγκών επιβίωσης: το μέρος στο οποίο οι γηγενείς της νέας μητρόπολης απώλεσαν διά παντός το βουκολικό παρελθόν τους.
Οι ήχοι της Αθήνας τη δεκαετία του 1870 είναι αυτοί που υπαγορεύουν τα κάρα που μεταφέρουν εμπορεύματα, οικοδομικά υλικά και ανθρώπους και το συνεχές σφυροκόπημα των μαστόρων.