Η ασταθής ισορροπία της αγοράς ομολόγων
Τα τελευταία χρόνια άλλαξαν πολλά όσον αφορά και την έκδοση ομολόγων, τα χρέη κρατών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν θεαματικά. Στο τέλος του 2023, οι συνολικές οφειλές (εταιρειών και κρατών) έφθασαν τα 100 τρισ. δολάρια, περίπου όσο το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ τα κρατικά ομόλογα βρίσκονται το 2023 στο ύψος των 54 τρισ. δολ. αλλά αναμένεται να αυξηθούν σε 56 τρισ. δολ. φέτος και έχουν διπλασιαστεί από το 2008. Τα εταιρικά δάνεια παγκοσμίως υπολογίζονται σε 34 τρισ. Η μεγάλη ρευστότητα και τα χαμηλά επιτόκια επέτρεψαν σε εταιρείες με χαμηλότερη βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά, με αποτέλεσμα περίπου 3,4 τρισ. δολ. να υπολογίζεται η αξία ομολόγων εταιρειών που δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα. Αυτή είναι γενικά η κατάσταση.
Επίσης, εταιρείες και κράτη αξιοποίησαν την περίοδο χαμηλών επιτοκίων επεκτείνοντας τη διάρκεια των οφειλών από 6 χρόνια που ήταν το 2008 σε 8 χρόνια το 2023. Ωστόσο το 40% των κρατικών ομολόγων και 37% των εταιρικών ομολόγων λήγουν το 2026 και χρειάζονται επαναχρηματοδότηση, αλλά αυτή τη φορά, σε φάση ανοδικών επιτοκίων. Ειδικά στις αναδυόμενες αγορές το 51% των εταιρικών ομολόγων πρέπει να ανανεωθεί ή να εξοφληθεί από το 2026.
Φαίνεται ότι τη δεκαπενταετία που πέρασε, έχουν αλλάξει πολλά όσον αφορά τη χρηματοδότηση εταιρειών, πέρα από την εκτίναξη των ομολόγων που εκδόθηκαν. Αλλαξε η γεωγραφική κατανομή, αφού τα εταιρικά ομόλογα της Κίνας από 1% το 2008 εκτοξεύτηκαν σε 20% της αγοράς. Αλλαξε η αγορά καθώς οι εταιρείες αξιοποίησαν τη συγκυρία και έκλεισαν τις υποχρεώσεις τους με σταθερό επιτόκιο και πιο μακρινή περίοδο.
Ωστόσο δανείζονται εταιρείες με χαμηλότερη βαθμολογία αξιολόγησης. Τα εταιρικά ομόλογα με αξιολόγηση ΒΒΒ είναι πλέον το 53% του συνόλου. Αυτό σε συνδυασμό με τη λήξη πολλών ομολόγων στην ερχόμενη τριετία είναι παράγοντας αστάθειας. Ταυτόχρονα όμως άλλαξαν και οι δανειστές. Δεν πρωταγωνιστούν οι τράπεζες αλλά επενδυτικά σχήματα, όπως διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που εισάγονται προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο και είναι γνωστά ως ETFs (Exchange Traded Funds).
Η δομική αλλαγή που έχει συμβεί και ίσως δεν πήραμε είδηση είναι ότι γιγαντώθηκε ο τομέας εταιρικών ομολόγων μεγαλύτερου ρίσκου, χρηματοδοτούνται επιχειρήσεις με χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση που δεν βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα, από δανειστές που δεν υπάγονται στην αυστηρή εποπτεία των τραπεζών και συγκεντρώνουν κεφάλαια από τα χρηματιστήρια.
Ολα αυτά έγιναν τα τελευταία χρόνια κι αυτό που τώρα έρχεται είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες που συγκέντρωναν τεράστια ποσά ομολόγων δείχνουν αποφασισμένες να μειώσουν την έκθεσή τους εφαρμόζοντας σκληρότερη πολιτική προκειμένου να εξαλείψουν τον πληθωρισμό. Η έστω και μερική απόσυρση των κεντρικών τραπεζών από την αγορά οδηγεί στην επιδείνωση των συνθηκών και στα εταιρικά ομόλογα. Θα πληγούν υπερχρεωμένες χώρες, αλλά και εταιρείες με ομόλογα «χαμηλής ποιότητας» σε συγκεκριμένους τομείς όπως για παράδειγμα η αγορά ακινήτων. Η δανειακή επιβάρυνση στον κλάδο έχει αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια καθώς ο λόγος χρέη προς EBITDA έφθασε το 13,5, ενώ η έκδοση εταιρικών ομολόγων έχει τριπλασιαστεί από το 2000. Η «τύχη» του ελληνικού χρέους είναι ότι μεγάλο μέρος του βρίσκεται εκτός αγοράς σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και με χαμηλό επιτόκιο. Επίσης, η έκδοση εταιρικών ομολόγων τελευταία άρχισε να επιταχύνεται καθώς τα προηγούμενα χρόνια οι επιχειρήσεις της «χρεοκοπημένης» Ελλάδας δεν είχαν πρόσβαση στην αγορά αυτή. Ωστόσο είναι βέβαιον ότι η οικονομία θα πληγεί έστω λιγότερο από άλλες οικονομίες, από μια ενδεχόμενη κρίση ομολόγων.
Η δομική αλλαγή που έχει συμβεί είναι ότι γιγαντώθηκε ο τομέας εταιρικών τίτλων μεγαλύτερου ρίσκου.