Τα κτίρια σώθηκαν οι κάτοικοι έφυγαν
Στο παλαιό Ναύπλιο και τα διατηρητέα σπίτια του είναι ζήτημα αν έχουν απομείνει 100 κάτοικοι. Η πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους έχει μετατραπεί σε τουριστικό πάρκο. Κάτοικοι και φορείς μίλησαν στην «Κ»
Ο Κώστας Καράπαυλος στέκεται όρθιος στο μέσον της σάλας. Με κάθε του βήμα το σανιδένιο πάτωμα, που μετράει 180 χρόνια ζωής, τρίζει. Μας δείχνει στους τοίχους προσωπογραφίες και παλιές οικογενειακές φωτογραφίες: ο προπροπάππος του ήταν οπλαρχηγός και γερουσιαστής του Καποδίστρια, ο προπάππος υπουργός, ο παππούς βουλευτής, ο πατέρας του δήμαρχος. «Εγώ, προτού εκλεγώ δημοτικός σύμβουλος, το ανώτερο αξίωμα που έφτασα ήταν πρόεδρος στον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Οπως βλέπετε, η αστική τάξη σταδιακά παρακμάζει», λέει με φλεγματικό χιούμορ ο δικηγόρος, που εκτός από Ελληνες έχει και Βρετανούς προγόνους. Κατοικεί σε ένα από τα παλαιότερα σπίτια του Ναυπλίου, γεμάτο από παλιά έπιπλα και «φαντάσματα» συγγενών. Η οικία έχει επισκευαστεί εξωτερικά πριν από 25 χρόνια και βαστάει. Αλλά οι αντοχές της την εγκαταλείπουν. «Τις προάλλες με πήραν οι γείτονες: “Τρέξε Κώστα, ένα παντζούρι έχει ξεκολλήσει και κρέμεται!”. Το αστείο είναι ότι το είχα αλλάξει πρόσφατα. Δυστυχώς οι καινούργιοι μάστορες δεν έχουν τις γνώσεις των παλαιών», λέει.
Ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού είναι ένας από τους ελάχιστους απογόνους από τα παλιά σόγια του Ναυπλίου που εξακολουθεί να μένει στην αρχική εστία. Ο αγώνας με το κόστος συντήρησης, τη φορολογία και τη φθορά του χρόνου είναι δυσβάσταχτος. Το ξέρει ο ίδιος, το ξέρει και ο γιος που είναι καθισμένος στον καναπέ με την κοπέλα και τον σκύλο τους: «Βρε, δεν πιστεύω όταν πεθάνω να το κάνεις το σπίτι ξενοδοχείο ή Airbnb», λέει στον νεαρό. Και ύστερα συμπληρώνει κοιτάζοντάς τον τρυφερά: «Δεν του έχω εμπιστοσύνη. Είναι ο πρώτος Καράπαυλος μετά τέσσερις γενιές που δεν σπούδασε Νομική». Σκάνε στα γέλια και οι δυο. Η αλήθεια είναι πως υπό τις παρούσες συνθήκες η επιλογή της εκμετάλλευσης είναι σχεδόν μονόδρομος.
Με οδηγό το κέρδος
Ο αρχιτέκτων μηχανικός Κώστας Μπουντούρης (που συντόνισε και την αποκατάσταση στο Μπούρτζι) λόγω της δουλειάς του στην αρχαιολογική υπηρεσία ελέγχει όλες τις οικοδομικές άδειες της προστατευόμενης – από το υπουργείο Πολιτισμού– Παλιάς Πόλης: «Από το 1998 έως σήμερα έχω μπει στο 95% των κατοικιών της. Εξ αυτών το 80% είναι ήδη αποκατεστημένο. Πρόσφατα και το υπόλοιπο 20% έχει αρχίσει να φτιάχνεται για ξενοδοχεία ή βραχυχρόνια μίσθωση. Κτίρια που ρήμαζαν λόγω πολλών κληρονόμων έχουν αλλάξει πλέον δύο και τρία χέρια ιδιοκτητών. Είναι τέτοιο το οικονομικό όφελος που ξεπερνιούνται έως και οι οικογενειακές ασυμφωνίες, τόσο ενδημικές στην Ελλάδα».
Μέχρι το 2010 στις αυτοψίες του έβλεπε, ανάμεσα στους ιδιοκτήτες, και απογόνους παλιών οικογενειών. Αυτοί δεν ήθελαν να χαλάσουν τα σπίτια για να τα κάνουν ξενώνες. Ομως πέθαναν και τα παιδιά τους έφυγαν ή μετοίκησαν. Τα τελευταία δεν είχαν αναστολές, είδαν την οικονομική ευκαιρία. «Ετσι η πόλη γίνεται τουριστική Ντίσνεϊλαντ, μέρα με την ημέρα, δίχως ανάχωμα. Είναι μοιραίο. Δεν είναι εύκολο μέρος για να ζήσει κανείς. Είναι ανήλιαγο, δεν έχει θέσεις στάθμευσης, δεν υπάρχουν ασανσέρ και ανέσεις. Οποιος έχει στην κατοχή του ένα διατηρητέο κτίριο πληρώνει μεγάλη φορολογία, έτσι είτε το πουλάει είτε το αξιοποιεί. Η νομοθεσία δεν δίνει κίνητρα προς τη σωστή κατεύθυνση διότι
το κράτος γίνεται και αυτό ένας μεγάλος επιχειρηματίας: ξέρει ότι ο τουρισμός θα του αποφέρει περισσότερα έσοδα από τις κατοικίες», συμπληρώνει.
Περπατώντας μεσοβδόμαδα στα πλακόστρωτα σοκάκια συναντά παντού κανείς μόνο σφαλιστά εξώφυλλα και συνεργεία μπογιατζήδων και μαστόρων που δουλεύουν ακατάπαυστα σε κτίρια που τώρα ανακαινίζονται. Βάζουν τις τελευταίες «πινελιές» σε κελύφη διαφόρων αρχιτεκτονικών στυλ, κυρίως πρώιμα νεοκλασικά. Περιμένουν τα ερωτευμένα ζευγάρια των Αθηναίων που καταφτάνουν μαζικά τα Σαββατοκύριακα και αναζητούν σουίτες και ατμόσφαιρα lounge. Oπως μας εξήγησε ο κ. Μπουντούρης, οι αποκαταστάσεις των τελευταίων ετών γίνονται με πανάκριβα υλικά που θα αποσβεστούν αναγκαστικά από την άνοδο στην τιμή της διανυκτέρευσης. Σε λίγο το παλιό Ναύπλιο όχι μόνο δεν θα έχει καθόλου μόνιμους κατοίκους αλλά θα απευθύνεται σε πλούσιους ταξιδιώτες. Κάπως έτσι θα ενταθεί η υπάρχουσα διχοτόμηση ανάμεσα στη νέα και την παλιά πόλη: από τη μια η χλιδή στη σκιά του Παλαμηδίου, προσβάσιμη σε όλο και πιο λίγους και από την άλλη ο σύγχρονος οικισμός που αναπτύχθηκε δίπλα, όπου σήμερα βρίσκεται αποκλειστικά η αγορά προϊόντων καθημερινής χρήσης και οι υπηρεσίες: το βαλσαμωμένο παρελθόν με το ακαλαίσθητο –γεμάτο παλμό– σήμερα. Κάποτε δεν υπήρχε αυτή η σχάση.
Τη μεταμόρφωση του παλιού Ναυπλίου από μια ζώσα κοινότητα σε τουριστικό γκέτο έχει ζήσει από την αρχή ο Βασίλης Σταύρου, που ξεκίνησε να εργάζεται ως φύλακας της αρχαιολογικής υπηρεσίας το 1991. «Ηταν δύσκολα χρόνια», ομολογεί πίνοντας μια γουλιά εσπρέσο. «Δουλειά μου ήταν να πηγαίνω στις αυτοψίες των αδειών ώστε να ελέγχω ότι έγιναν σωστά τα πράγματα. Οι άνθρωποι δεν είχαν συνειδητοποιήσει τότε την αξία των οικοδομημάτων τους, ήθελαν να κάνουν του κεφαλιού τους. “Ποιοι είστε εσείς που θα μου πείτε τι παράθυρα θα βάλω και τι χρώμα θα βάψω το σπίτι μου”, έλεγαν. Επειδή αναγκαζόμουν να διακόψω εργασίες, είχα γίνει εχθρός με φίλους, κουμπάρους και συμμαθητές. Με ηρεμία, εξηγήσεις και το πνεύμα ότι όλα γίνονται για το καλό του Ναυπλίου, οι εντάσεις υποχώρησαν. Ολοι πια βλέπουν πόσο χρήσιμη ήταν η αυστηρότητα που είχαμε τότε και μας το αναγνωρίζουν. Και πώς να μην το κάνουν; Eχουν ανεβεί τόσο οι τιμές στα σπίτια, που καταλαβαίνουν ότι βγήκαν
«Η νομοθεσία δεν δίνει κίνητρα προς τη σωστή κατεύθυνση διότι το κράτος γίνεται και αυτό ένας μεγάλος επιχειρηματίας: ξέρει ότι ο τουρισμός θα του αποφέρει περισσότερα έσοδα από τις κατοικίες», λέει ο αρχιτέκτων Κώστας Μπουντούρης.
Στη σκιά του Παλαμηδίου, η Παλιά Πόλη του Ναυπλίου είναι, δεκαετίες τώρα, ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στη χώρα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η τουριστική εκμετάλλευση «σαρώνει» πλέον κάθε τετραγωνικό, με αποτέλεσμα να έχουν απομείνει ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι. κερδισμένοι. Βέβαια τα κτίρια διασώζονται αλλά οι μόνιμοι κάτοικοι σταδιακά εξαφανίζονται», μας εξηγεί.
Εστίαση παντού
«Η Παλιά Πόλη το 1840 στην ακμή της είχε 10.000 κατοίκους. Σήμερα με το ίδιο μέγεθος, ζήτημα είναι να έχει 100 μόνιμους πλέον. Ομως είναι ένα οικονομικό χρυσωρυχείο. Η νέα πόλη έχει 13.000 άτομα πληθυσμό. Οι συγκρίσεις τα λένε όλα», λέει ο Μπάμπης Αντωνιάδης, τοπογράφος μηχανικός, που παλαιότερα είχε πολιτευτεί και παραμένει μια φωνή αντίδρασης στον κορεσμό του τουρισμού: «Πάγιο αίτημα όλων των δημοτικών αρχών είναι να αρθούν οι περιορισμοί στις χρήσεις γης και να ανοίγουν παντού καφετέριες και εστιατόρια. Εχουν σκεφτεί ότι έτσι διώχνουν και τους τελευταίους μόνιμους κατοίκους; Ποιος μπορεί να ζήσει δίπλα από ένα μπαρ ή πάνω από μια ταβέρνα». Γιατί άραγε η πόλη έχει γίνει ένα άδειο σκηνικό θεάτρου, ένα άψυχο φόντο για φωτογραφίες των επισκεπτών; «Φταίει σίγουρα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Εγώ ως μαθητής λ.χ. δεν είχα πάει ποτέ στο Μπούρτζι ή το Παλαμήδι ή τις Μυκήνες», λέει ο συνομιλητής μας.
«Ο δάσκαλος που δίδασκε το κεφάλαιο για τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν μας πήρε από το χέρι να μας δείξει πού έγινε το συμβάν παρότι το σχολείο μας ήταν δίπλα. Γενιές συμπολιτών δεν μεγάλωσαν με συναίσθηση του ιστορικού βάθους, αναγνωρίζουν μόνον το υλικό του όφελος. Εχει ενδιαφέρον ότι ο άνθρωπος που έσωσε αρχιτεκτονικά την Παλιά Πόλη του Ναυπλίου δεν ήταν γηγενής. Επρόκειτο για την αρχαιολόγο Ευαγγελία Δεϊλάκη (1931-2002), μια γυναίκα που είχε όραμα να διατηρήσει τον ιστορικό χαρακτήρα και δεν φοβήθηκε να τα βάλει με θεούς και δαίμονες. Ηταν εκείνη που πάλεψε να μην γκρεμιστούν οι φυλακές της Ακροναυπλίας για να γίνει ξενοδοχείο. Η ηθική στάση της την οδήγησε σε ρήξεις με τη χούντα έως και σε μετάθεση στον Βόλο. Ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοι την έβλεπαν τότε με καλό μάτι».
Σήμερα κάθε γωνιά έχει καταστήματα με σουβενίρ. Από τα υπόλοιπα μαγαζιά υπάρχουν μόνον ένα κουρείο και ένα μανάβικο. Εξαίρεση είναι κι ένα μπακάλικο-ντελικατέσεν με μικρούς Ελληνες παραγωγούς και προϊόντα από τοπικό τυροκομείο της οικογένειας του ιδιοκτήτη. Μετράει 10 χρόνια ζωής, τέσσερα εκ των οποίων στο σημερινό του πόστο: «Η επαφή με τις ρίζες είναι το πιο σημαντικό αλλά δυστυχώς οι άλλοι επαγγελματίες δεν το βλέπουν έτσι και δεν στηρίζουν τον τόπο τους», λένε ο Γιώργος Ρόζης και η Νικόλ Δράσσα.
Ο Αθηναίος πολιτικός μηχανικός Κωνσταντίνος Κουβαράς και η Χριστίνα, η Λευκαδίτισσα (τέως υπάλληλος τράπεζας) σύζυγός του έχουν το πιο καλαίσθητο κατάστημα στην Παλιά Πόλη που φιγουράρει σε όλους τους ξένους οδηγούς. Στο «Αλμυρίκι» βρίσκεις μακό μπλουζάκια αριθμημένα και ραμμένα στο χέρι με μεταξοτυπίες που έχουν λογοτεχνικά κείμενα και σχέδια. Παράγονται στη δική τους καθετοποιημένη οικοτεχνική μονάδα. Κυριολεκτικά Made in Nafplion.
Επίσης το ζευγάρι τυπώνει και διανέμει έναν δωρεάν χάρτη με τοπόσημα. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην αργολική πρωτεύουσα το 2016 όταν ήταν βρέφος ο πρώτος από τους δύο γιους τους. «Θελήσαμε να αλλάξουμε τα πάντα, πόλη, δουλειά, ζωή, σαν άλμα στο κενό. Πάντα μου άρεσε η ιστορία και ήθελα να πάμε σε ένα μέρος με αποτύπωμα του παρελθόντος», λέει ο Κωνσταντίνος που τώρα στα 38 του ξεκίνησε διδακτορικό Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας.
«Επρεπε μετά τη μετεγκατάσταση να φροντίσουμε την επιβίωσή μας μέσα στην κρίση. Αναγκαστικά στραφήκαμε στον τουρισμό, μας ήρθε να φτιάχνουμε Τ-shirts. Hταν ένα πείραμα με άγνωστη έκβαση. Ξεκινήσαμε μια επιχείρηση εκ του μηδενός, μάθαμε να κάνουμε τα πάντα μόνοι μας, περάσαμε και δύσκολα αλλά τα καταφέραμε. Η πόλη μας στήριξε. Νομίζω ότι οι ντόπιοι μας αποδέχτηκαν διότι μας έβλεπαν να παλεύουμε με τα κύματα και αυτό δεν είναι κάτι σύνηθες εδώ. Μιλάμε για έναν τόπο που είχε πολύ χρήμα αρχικά από τον κάμπο και τα πορτοκάλια και στη συνέχεια από τους επισκέπτες. Αυτό οδήγησε σε ένα συνδυασμό νεοπλουτισμού και συντηρητισμού με αίτημα το φαίνεσθαι: το καλό αμάξι, το καλό ρούχο, το να γίνουν τα παιδιά γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί αλλά να μην ανακατευτούν με κάποια παραγωγική διαδικασία. Μου έκανε εντύπωση –όταν πρωτοήρθαμε– η αγάπη των νέων για το bodybuilding και η μανία να έχουν σκυλιά τύπου πίτμπουλ και ροντβάιλερ. Ολα γυρίζουν γύρω από την εικόνα και όχι από την ιστορία που τη βλέπεις παντού στο Ναύπλιο», επισημαίνει.
«Κάπως έτσι η πόλη έγινε πλούσια αλλά όχι προκομμένη, μη παραγωγική, χωρίς οι άνθρωποι να μπορούν να αντισταθούν», λέει ο Κωνσταντίνος. «Οταν έρχονται εύκολα τα χρήματα και δεν υπάρχει παιδεία τότε αφαιρείται η προσμονή για εξέλιξη. Παράλληλα, το πολιτικό προσωπικό υπολείπεται. Οι σκεπτόμενοι δεν θέλουν να μπλέξουν ακόμα και να ταπεινωθούν. Εγώ δοκίμασα να κατέβω στις εκλογές, πήρα 43 ψήφους, δεν είχα κουμπάρους και μπατζανάκηδες. Ετσι κρατώ τον ρόλο του ενεργού πολίτη που θέλει να κάνει τη διαφορά, διδάσκω εθελοντικά μαθήματα Ιστορίας στο κοινωνικό φροντιστήριο και στις φυλακές. Με το μαγαζί και τη στάση μου κοιτάζω να δίνω το καλό παράδειγμα. Δεν είναι λίγο και αυτό».
Ο Γιάννης Καρώνης συνεχίζει την οικογενειακή επιχείρηση της απόσταξης που ξεκίνησε γενιές πριν. Είναι από τους λίγους παλιούς επιχειρηματίες της πόλης: «Φτιάχνουμε κυρίως ούζο και το πουλάμε εδώ στην περιοχή σε ταβέρνες και κάβες και σε κάποιους πελάτες στην Αθήνα. Δεν διαθέτει το Ναύπλιο τον καλώς νοούμενο τοπικισμό, δεν υπάρχει η αλληλεγγύη στην αλυσίδα της παραγωγής. Στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Λήμνο λ.χ. βλέπεις πίστη στα τοπικά προϊόντα, στην παραγωγική ταυτότητα. Είναι απομακρυσμένοι οι άνθρωποι και παλεύουν μαζί για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Εδώ είμαστε στην εμβέλεια της Αθήνας και οι επαγγελματίες δεν νιώθουν πως υπάρχει ανάγκη να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο».