Θεραπεύοντας μοναχικά τον χρόνο
Το ένα μάτι –που φοράει τον φακό– αλληθωρίζει. Τα δάχτυλα, που κρατούν τα κατσαβίδια, σακατεύονται. Για να γίνεις ωρολογοποιός θέλει γερό σβέρκο και υπομονή. Και ο Θεόδωρος Κωτσάκης, που κρατάει στην Πάτρα μια επιχείρηση τριών γενεών, δεν το μετάνιωσε.
«Για να διορθώσεις μια βλάβη δύσκολη θέλει μοναξιά και συγκέντρωση, άρα πρέπει να το κάνεις άμα κλείσεις. Με καθαρό μυαλό λύνονται τα προβλήματα. Η ωρολογοποιία είναι λοιπόν καλογερική».
To μικροσκοπικό κατάστημα του ωρολογοποιού Θεόδωρου Κωτσάκη είναι στο κέντρο της Πάτρας. Τον βρήκα σκυμμένο πάνω από το κεφάλι του γιου του, Παναγιώτη, ο οποίος ήταν επίσης σκυμμένος πάνω από δεκάδες λιλιπούτειες βίδες, γρανάζια και ελατήρια. Σαν να υποκλίνονταν και οι δύο στη δυσκολία ενός επαγγέλματος που περνούσε τη γνώση και την εμπειρία από γενιά σε γενιά μόνο μέσα από προσήλωση και πάθος. Νόμιζα ότι με τον πατέρα Κωτσάκη θα μιλούσαμε για ρολόγια. Eπεσα έξω. Εκανε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αναφορές, από τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου το 1572 που ανάγκασε τους Γάλλους προτεστάντες ωρολογοποιούς να βρουν καταφύγιο στην Ελβετία (να πώς μεταλαμπαδεύτηκε αυτή η τέχνη στη σκιά των Αλπεων) μέχρι τα όπλα του 1821, στην επισκευή των οποίων επίσης ειδικεύεται. Ο έφορος στο Εθνολογικό Μουσείο Πατρών αναφερόταν κάθε τόσο στη φιλοσοφία, στη γεωγραφία, στην ιστορία τέχνης, με άνεση που μόνον ένας homo universalis διαθέτει.
Ο δικός του χρόνος ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1948: «Ο πατέρας μου –με καταγωγή από τα Φιλιατρά– είχε ροπή στη μαστοριά και έτσι κατέληξε 17 χρόνων στην Πάτρα ως μαθητευόμενος ωρολογοποιός. Η πόλη ήταν αστικό κέντρο, με κατόχους καλών ρολογιών, αλλά και λιμάνι με εξαιρετικά περίπλοκα ναυτικά χρονόμετρα. Εκείνη την εποχή το ρολόι ήταν ακριβό αξεσουάρ ιδιωτικής χρήσης. Οι μη προνομιούχοι, όσοι ζούσαν σε χωριά ή κωμοπόλεις, βασίζονταν στις καμπάνες των εκκλησιών. Η γνώση του χρόνου γινόταν δημόσιο αγαθό με το αυτί. Το πατρινό εμπόριο ξεκίνησε με τους Βρετανούς που εξήγαν τη σταφίδα. Συνεπώς ολόκληρος ο εμπορικός βίος καθορίστηκε από το αγγλικό πρωτόκολλο της ακρίβειας. Το ρολόι λοιπόν είναι ένας παράγοντας κοσμοπολιτισμού και διεθνοποίησης. Για να το φτιάξεις ήταν δουλειά δύσκολη, που πληρωνόταν καλά και απαιτούσε αρχικά 3-4 χρόνια μαθητείας. Το
πιο σημαντικό είναι ότι τόσο τα εργαλεία όσο και τα εξαρτήματα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι μάστορες διότι κάθε ρολόι κάποτε ήθελε τα δικά του. Στο μαγαζί μου κρατώ εργαλεία του 18801890 που είναι από τον δάσκαλο του πατέρα μου και όταν φτιάχνω παλιά ρολόγια μού φαίνονται χρήσιμα. Ο αδελφός μου ο Φώτης που είναι κωφάλαλος και εγώ ήμασταν συνεχώς μέσα στα πόδια του γονιού. Δεν ήθελε να πατήσουμε στα βήματά του: “Το να 'χεις μαγαζί είναι μια φορά σκλαβιά, το να έχεις ωρολογοποιείο δυο”, μας έλεγε. Διότι η δουλειά δεν βγαίνει στο οκτάωρο. Για να διορθώσεις μια βλάβη δύσκολη θέλει μοναξιά και συγκέντρωση, άρα πρέπει να το κάνεις άμα κλείσεις. Με καθαρό μυαλό λύνονται τα προβλήματα. Η ωρολογοποιία είναι λοιπόν καλογερική. Τελικά ο Φώτης έγινε καταπληκτικός επισκευαστής φωτογραφικών μηχανών και εγώ πήρα τη δουλειά του. Μαλακός δάσκαλος ο πατέρας μου, αλλά στην αρχή δεν μιλούσε για να μη με μπάσει στη γνώση. “Να σπουδάσεις!” με προέτρεπε. Και έτσι μπήκα στο Πάντειο. Και εκεί στην Αθήνα είχα βρει έναν παλιό μάστορα Κωνσταντινουπολίτη, τον Σάββα Χρηστίδη, που δούλευε με παπιγιόν και μανσέτες. Τον ήξερε ο γονιός μου και ήθελε να τον βάλει να με μεταπείσει: “Πρόγκηξε τον μικρό μπας και αλλάξει γνώμη, έχει γλυκαθεί με τα κατσαβίδια”.
»Δεν πρόλαβα να τελειώσω, όταν στο τρίτο έτος πέθανε ξαφνικά ο πατέρας μου και γύρισα πίσω άρον άρον να πάρω τη δουλειά. Επεσε όλο το βάρος στις πλάτες μου. Με ξενύχτια ατέλειωτα. Το πιο σημαντικό πράγμα που με δίδαξε προτού πεθάνει ήταν πως ο καλός σε κάθε επάγγελμα δεν πρέπει να είναι εγωιστής. Πάντα υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθει, που θα τον κάνει καλύτερο. Μέχρι το τελευταίο ρολόι που φτιάχνεις πριν αφήσεις τα εργαλεία και κλείσεις τα μάτια, ακόμη και αυτό έχει κάτι να σου προσφέρει. Είναι μια διά βίου δουλειά και δίνεις εξετάσεις καθημερινά. Από τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς και τη συγκεκριμένη στάση ο ρολογάς έχει ένα συγκεκριμένο σουλούπι. Με καμπούρα και διπλοσάγονο. Μου 'χε κάνει εντύπωση ότι ο Τουλούζ Λοτρέκ είχε ζωγραφίσει έναν του σιναφιού μου και είχε πετύχει ώς και το ελαφρύ αλληθώρισμα στο ένα μάτι. Είναι ένας παροδικός στραβισμός επειδή φοράμε ένα φακό για να μεγεθύνει και κάθε τόσο κοιτάμε και πλάγια για να δούμε κάτι πέρα από την ακτίνα αυτή. Και τα δάχτυλά μας σακατεύονται, “κοιτάνε” προς τα έξω. Και αυτό το έπιασε ο ζωγράφος.
»Αγαπώ αυτή τη δουλειά διότι σε κρατά σε πνευματική εγρήγορση. Δηλαδή δουλεύει και το μυαλό ρολόι και μάλιστα μέχρι τα γεράματα. Θα φανταζόταν κανείς ότι εμείς που κάνουμε αυτό το επάγγελμα είμαστε άνθρωποι της καρέκλας. Δεν ισχύει. Ηδη από τις σχολές μάς μαθαίνουν να υπάρχει ένα “αντίβαρο”, μια δραστηριότητα που να μας βγάζει στην ύπαιθρο και να δυναμώνει το σώμα ώστε αυτό να μπορεί να ανταποκριθεί στην καταπόνηση. Εγώ ήμουν συστηματικός ορειβάτης, σκιέρ και αναρριχητής, άλλοι συνάδελφοι ήταν αθλητές, φανατικοί της θάλασσας, της μελισσοκομίας κ.λπ. Χωρίς γερό σβέρκο και γερά χέρια δεν μπορείς να καταπιαστείς με την ωρολογοποιία. Βιώνεις τέτοιο ψυχαναγκασμό και τελειοθηρία που αλίμονο αν δεν έχεις κάτι εξίσου δυνατό για να εξισορροπήσεις».
Στην εποχή των κινητών
«Σήμερα δεν χρειάζεται πρακτικά να έχεις ένα παλιό ρολόι διότι τα κινητά γράφουν την ώρα. Ετσι συγκινούμαι πολύ με τους ανθρώπους που μου φέρνουν τα κειμήλια των παππούδων και των πατεράδων τους για να τα κρατήσουν λειτουργικά. Θυμάμαι πριν από 30 χρόνια ήρθε ένα νιόπαντρο ζευγάρι στο μαγαζί. Ο κύριος μόλις είχε κάνει εκταφή του προπάππου του που ήταν οπλαρχηγός του 1821. Είχε ταφεί με τα όπλα και το ρολόι. Από τα πρώτα είχε γλιτώσει μόνο η ασημένια λαβή του σπαθιού και από το δεύτερο τα ασημένια καπάκια του ρολογιού τσέπης. Με παρακάλεσε να το ξαναφτιάξω. Εφαγα τον κόσμο να βρω ένα ρολόι να “κουμπώνει” στη θήκη. Τα κατάφερα και ήταν τεράστια η χαρά που ξανακούστηκε ο χτύπος σε αυτό το αντικείμενο. Κατάγομαι και εγώ από οικογένεια οπλαρχηγών και μάλιστα η γυναίκα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν το γένος Κωτσάκη. Επισκευάζω όπλα εκείνης της εποχής διότι είναι μοναδικά αντικείμενα, εντελώς χειροποίητα. Τα περισσότερα είναι είτε βαλκανικής είτε ανατολίτικης προέλευσης διότι τα ευρωπαϊκά ήταν πολύ ακριβά για να τα βρουν μαζικά οι ξεσηκωμένοι Ελληνες. Μάλιστα ιδρύσαμε κάτι τρελοί σαν και μένα στην Πάτρα και έναν σκοπευτικό σύλλογο με τέτοια παλιά όπλα, που είναι φτιαγμένα στην εποχή μας αλλά με μηχανισμούς αυτής της τεχνολογίας, και κάνουμε βολές. Αλλο τι λένε οι ιστορικοί και άλλο η εφαρμογή των γνώσεων, που δείχνει τελικά πώς ήταν στην πράξη τα πράγματα, οι σκοτωμοί και οι μάχες με τα όπλα αυτά».