Η γκρίζα ζώνη της «καταδρομής»
Παράλληλα με τον πολεμικό στόλο, ένας δεύτερος επικουρικός στόλος διαμορφώθηκε κατά τον ναυτικό Αγώνα από τα καταδρομικά πλοία. Η καταδρομή είναι μια λιγότερο γνωστή πτυχή του πολέμου στη θάλασσα, όπου η πολεμική με την οικονομική λειτουργία του πλοίου ταυτίζονται. Τα όρια μεταξύ καταδρομής και πειρατείας συχνά συγχέονται στη βιβλιογραφία και στις πηγές, παραθεωρώντας έτσι τη συνεισφορά της καταδρομής στην Επανάσταση. Ως καταδρομικά ορίζονται τα πλοία που ανήκουν σε ιδιώτες και πλέουν με άδεια διεξαγωγής πολέμου, η οποία τους εξουσιοδοτεί να ασκήσουν οποιουδήποτε είδους βία μέσα στα επιτρεπόμενα όρια του πολέμου στη θάλασσα. «Η Καταδρομία είναι εν από τα ισχυρότερα όπλα κατά του εχθρού, αρκεί μόνο να ενεργήται μ' όλην την απαιτουμένην τάξιν και να απέχη από παν είδος καταχρήσεως», έγραφε η προσωρινή κυβέρνηση προς τους προκρίτους των Σπετσών, τον Αύγουστο του 1827.
Η πρακτική της καταδρομής ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ενώ κατά τη διάρκεια των Αγγλογαλλικών και Ναπολεόντειων Πολέμων τα καταδρομικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποδυνάμωση των αντίπαλων στόλων. Η καταδρομή έχει εύστοχα θεωρηθεί ως «το τρίτο δάνειο ληφθέν διά της βίας από την Ευρώπη». Με την καταδρομή συλλαμβάνονται εκατοντάδες αυστριακών, γαλλικών, αγγλικών και ρωσικών πλοίων που προσπαθούν να σπάσουν τον ναυτικό αποκλεισμό των επαναστατημένων Ελλήνων και να τροφοδοτήσουν, με τους
υψηλούς ναύλους της εποχής, τα οθωμανικά κάστρα και φρούρια που είναι σε πολιορκία. Οι Ελληνες καταδρομείς με τα πλοία-λείες και τα φορτία που κατάσχουν ενδυναμώνουν τον πολεμικό στόλο, γεμίζουν το εθνικό ταμείο, τις «κάσες» των ναυτικών κοινοτήτων και των δικών τους «οσπιτίων».
Υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις όπου και τα πολεμικά πλοία ασκούσαν καταδρομική δραστηριότητα ενώ βρίσκονταν σε αποστολή ή επιφυλακή, με τα ανάλογα οφέλη για τα πληρώματα του στόλου που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη εκστρατεία. Για παράδειγμα, το πολεμικό πλοίο «Τερψιχόρη» με καπετάνιο τον Αλέξανδρο Ραφαήλ ενώθηκε με τον πολεμικό στόλο στη Σαντορίνη στις 17 Αυγούστου 1824. Ο αρχηγός της εκστρατείας, Ανδρέας
Μιαούλης, τον είχε στείλει «εις κατασκόπευσιν του Αιγυπτιακού στόλου». Ο Ραφαήλ επέστρεψε με νέα για τον αιγυπτιακό στόλο αλλά και ένα πλοίο-λεία «εν βρίκιον Αυστριακόν εμπορικόν, διοικούμενον υπό του Φιλίππου Ιβανίσκη, το οποίον συνέλαβεν όπισθεν του Αιγυπτιακού στόλου όστις ήραξεν εις την νήσον Ρόδον». Κατά διαταγήν του Μιαούλη εξετάστηκαν τα έγγραφα του πλοίου, όπου κατ' αρχάς δηλωνόταν ότι το φορτίο προοριζόταν για Ευρωπαίο παραλήπτη. Σε μια δεύτερη, όμως, πιο εξονυχιστική έρευνα βρέθηκαν έγγραφα «μέσα εις εν ζεμπίλι με ορύζι» που αποδείκνυαν ότι το φορτίο ήταν τουρκικής ιδιοκτησίας. Αποφάσισαν, λοιπόν, «οι ναύαρχοι και οι πλοίαρχοι» του πολεμικού στόλου να σταλεί το πλοίο στην Υδρα, όπου η λεία θα
αξιολογείτο και με την επιστροφή του στόλου θα μοιραζόταν σε όλα τα πληρώματα του στόλου. Για να εξασφαλισθεί η δίκαιη μοιρασιά, διόρισαν μια «επιτροπή παραλαβής», με «διευθυντή» της «επιτροπής» τον Αντώνιο Χ. Ανδρέου και έναν ναύτη από κάθε πλοίο.