Ερμηνεύοντας τη μορφή, πέρα από την αναπαράσταση
Η νέα έκθεση στην ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών (National Portrait Gallery) στο Λονδίνο φέρνει σε μια σύμπλευση και με απόσταση 100 ετών τη μία από την άλλη, δύο εξέχουσες γυναικείες μορφές της φωτογραφικής τέχνης. Η Αμερικανίδα φωτογράφος Φραντσέσκα Γούντμαν (1958-1981) και η Βρετανίδα Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον (1815-1879) συνομιλούν μέσα από τις φωτογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες τους ανοίγοντας επί της ουσίας το μεγάλο θέμα της αναπαράστασης και της ερμηνείας της μορφής μέσα από τη φωτογραφία. Είναι ένα διπλό πορτρέτο η έκθεση, μια απόπειρα κατανόησης της φωτογραφίας ως τέχνης ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα με το πρωτοπόρο έργο της Κάμερον. Αλλά, εν προκειμένω, η αντιπαράθεση, σύγκριση και ομαδοποίηση με το έργο της Γούντμαν, γεννημένης 143 χρόνια μετά την Κάμερον, μετακινεί τη συζήτηση αυτή από τις ράγες της ιστορικής διάστασης στο πεδίο της προσωπικής ερμηνείας του εαυτού και του κόσμου. Γίνονται, με άλλα λόγια, η βικτωριανή Κάμερον και η μεταπολεμική Γούντμαν, συνοδοιπόροι και καλλιτέχνιδες ταυτόσημες ως προς την αφετηρία, τη στόχευση και τα εργαλεία. Η έκθεση ακολουθεί μια εντελώς σύγχρονη ανάλυση της τέχνης καταλύοντας τους πυλώνες της ιστορικής ανάγνωσης, προωθώντας τη συζήτηση στα κίνητρα των δημιουργών. Αυτές οι δύο παράλληλες ψυχογραφίες της Κάμερον και της Γούντμαν εδράζονται πάνω στην κοινή σε όλους τους ανθρώπους αναζήτηση του άλλου εαυτού, των πολλών εκδοχών της αυτοσυνειδησίας. Η Κάμερον υπήρξε πρωτοπόρος μέσα στο περιβάλλον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κατά τη βικτωριανή περίοδο. Είχε κατορθώσει να οργανώσει έναν αναγνωρίσιμο και αμφίσημο κόσμο πολλαπλών κατόπτρων. Κατά τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο, η Γούντμαν, περιβεβλημένη πλέον από την αύρα του πρόωρου θανάτου της, διέλυσε την ασφάλεια της στέρεης και αναγνωρίσιμης αυτοπροσωπογραφίας, εμβαθύνοντας σε μια στρωματογραφία του εαυτού.
Η έκθεση στη National Portrait Gallery ενέχει και έναν επιπλέον συμβολισμό. Παρουσιάζεται αυτό το διπλό πορτρέτο των δύο γυναικών σε μια εποχή κατά την οποία η φωτογραφία έχει διευκολυνθεί ως δυνατότητα χάρη στην τεχνολογία και στις τεχνικές αυτόματης βελτίωσης. Ομως, η φωτογραφία παραμένει τέχνη όπως ήταν πάντα, καθώς είναι μεγαλύτερη πλέον η ανάγκη διασαφήνισης των ορίων ανάμεσα στη λήψη και στη δημιουργία.