Απαλλάσσονται από την υποχρέωση να είναι χρήσιμες σε κάτι
Ενας σύγχρονος Εκκλησιαστής θα στεκόταν μπροστά σε ένα υποδειγματικά παρατημένο γιαπί αναλογιζόμενος πόσες περιπέτειες, πίκρες και διαψεύσεις κρύβονται πίσω του. Θρηνώντας.
Από τη μια μεριά, λοιπόν, ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στη ματαιότητα της ύπαρξης. Να λογαριάζουμε τις ημιτελείς οικοδομές σαν ένα χρήσιμο και διδακτικό συστατικό της πόλης, που μας θυμίζει τη ρευστότητα, και κάποτε τη ματαιότητα, των πραγμάτων. Οτι υπάρχουν άπειρα απρόβλεπτα πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή που κατευθύνουν τις τύχες όχι μόνο
των κτισμάτων αλλά και των ανθρώπων. Χρήσιμο, τότε, εφόδιο ενάντια σε κάθε λογής έπαρση και ύβρη, ιδίως σε μια εποχή όπου έχουν καταργηθεί τα κάθε λογής όρια!
Κι από την άλλη, γιατί να μη δεχτούμε μια πιο αισιόδοξη άποψη, να θεωρήσουμε ότι κάθε ημιτελής οικοδομή είναι δείγμα τυχαίας διακοπής στη μακρόσυρτη ζωή ενός κτίσματος, σαν μια κρατημένη ανάσα; Σαν το κτίσμα να έκανε ένα μακροβούτι στην ανυπαρξία, και να στάθηκε ακίνητο ισορροπώντας στην άκρη του χάους;
Αντί για τις μελαγχολικές σκέψεις πάνω στη φθορά των πραγμάτων, μια χτισμένη λοιπόν περιέργεια γεμάτη θαρραλέες εμπνεύσεις, μια αναζήτηση της χαμένης ψυχής των πραγμάτων κάτω από τη νεκρή τους επιφάνεια, μια αφήγηση για το μεγαλείο της αποτυχίας που μας ξανακάνει ανθρώπινους. Και τότε, πόσα πράγματα αλήθεια θα μπορούσαμε να βρούμε και να μελετήσουμε πάνω τους, από εκείνα που κανονικά κρύβονται με μεγάλη σχολαστικότητα πίσω από τις στιλπνές επιφάνειες του τελειωμένου έργου.
Τελειωμένου; Ποιος σοβαρά θα υποστήριζε ότι τα κτίσματα (κάποτε) ολοκληρώνονται κι ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ακόμα στάδιο σε ένα ταξίδι στον χρόνο, ώσπου να καταρρεύσουν και να (ξανα)γίνουν μπάζα, επιστρέφοντας στην αρχική τους κατάσταση; Μια βιολογική εξέλιξη όπου τα κτίσματα μιμούνται τους ανθρώπους, εκείνο το επιβλητικό «χους εις χουν» που εισπράττουμε
σε κάθε απώλεια προσφιλούς προσώπου;
Τίποτε δεν τελειώνει ποτέ κι αυτό είναι το μεγαλείο της ζωής στην ελάχιστη διάρκειά της πάνω στη γη. Το παράδοξο είναι πως υπήρξαν σπουδαίοι αρχιτέκτονες που τα μυρίστηκαν αυτά και τόλμησαν να σχεδιάσουν κτίρια επίτηδες ημιτελή, να καταρρέουν. Βρέθηκαν μάλιστα και κάποιες εταιρείες που επένδυσαν σε αυτές τις εκκεντρικές συμπεριφορές. Αλλά ήταν απλή μίμηση, μια εξωτερικότητα. Πώς να συγκριθούν με εκείνα τα υπέροχα κουφάρια, τα σκοτεινά και μουχλιασμένα;
Επειτα από αυτές τις σκέψεις, μας γεννιέται η απορία: Είναι άραγε
οι ημιτελείς οικοδομές μια χωριστή κατηγορία αρχιτεκτονικής; Μα και φυσικά είναι, κυρίως επειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση να είναι χρήσιμες σε κάτι. Αρχιτεκτονική άσκοπη, άχρηστη, και το κυριότερο: υπέροχα απελευθερωμένη από το δείχνει «ωραία». Τι ανακούφιση κι αυτή. Να ξεφύγουν από αυτή την τυραννική δέσμευση, να νιώσουν ο εαυτός τους. Οικοδομές με φυσικότητα, με φανερά κουσούρια, χωρίς κορσέδες και πομάδες, ατημέλητες, κάποτε ξεμαλλιασμένες. Αυθόρμητες και γενναίες.
Να λογαριάζουμε τις ημιτελείς οικοδομές σαν ένα χρήσιμο και διδακτικό συστατικό της πόλης, που μας θυμίζει τη ρευστότητα, και κάποτε τη ματαιότητα, των πραγμάτων.