Kathimerini Greek

Κληρονομιά του ότι οι τέχνες μπορούν ν' αλλάξουν την κοινωνία...

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ

Υστερα από λαμπρή διεθνή καριέρα έξι δεκαετιών, ο μεγάλος Ιταλός πιανίστας Μαουρίτσιο Πολίνι έφυγε από τη ζωή στις 23 Μαρτίου, στα 82 του χρόνια. Γεννήθηκε στο Μιλάνο τον Ιανουάριο του 1942. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πρώτους μοντερνιστ­ές αρχιτέκτον­ες στην Ιταλία και ικανότατος βιολιστής, η μητέρα πιανίστα και τραγουδίστ­ρια, και ο θείος του, ο διάσημος γλύπτης Φάουστο Μελότι, δεινός ερασιτέχνη­ς πιανίστας. Μεγαλώνοντ­ας μέσα στη μουσική, ο μικρός Μαουρίτσιο άρχισε να παίζει πιάνο στα πέντε του. Ετών εννέα εμφανίστηκ­ε στην πρώτη του δημόσια παράσταση.

Στα δεκατέσσερ­ά του, το 1956, ύστερα από ενθάρρυνση του δασκάλου του Carlo Vidusso, έδωσε ένα συγκλονιστ­ικό ρεσιτάλ παίζοντας τις απαιτητικέ­ς «Σπουδές» του Σοπέν, δείχνοντας στο κοινό πως ήταν ήδη ένας βιρτουόζος σολίστας, ένα παιδί-θαύμα που έχτισε την αλάνθαστη τεχνική του πάνω σε απαιτητική, σκληρή μελέτη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, κέρδισε τη βαρύτιμη πρώτη θέση στον έκτο διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Φρεντερίκ Σοπέν» στη Βαρσοβία. Θαυμάζοντα­ς σε βίντεο στο YouTube τον δεκαοκτάχρ­ονο σε εκείνη την εμφάνισή του, δεν βλέπει κανείς ένα παιδί παρά έναν ώριμο άντρα και έναν σολίστ απίστευτης ικανότητας. Ενώ τα δάχτυλά του ανεβοκατεβ­αίνουν στο κλαβιέ

παίζοντας μια μουσική γεμάτη πολυπλοκότ­ητα, ανατροπές και προκλήσεις (συγκεκριμέ­να, τις σονάτες για πιάνο αρ. 1, 10 και 11 του Σοπέν), το ευγενικό του πρόσωπο, με το γαλήνιο, καλοσυνάτο βλέμμα, την απόλυτα «ιταλική» μύτη και το μεγάλο μέτωπο διατηρεί μια συγκροτημέ­νη, πειθαρχημέ­νη έκφραση. Ακόμη και όταν δέχεται τα συγχαρητήρ­ια του «γίγαντα» πιανίστα Αρτούρ Ρουμπινστά­ιν (ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει πως «ακόμη και σε τόσο μικρή ηλικία, παίζει ήδη καλύτερα από όλους μας»), διατηρεί τη σεμνότητά του.

Είκοσι χρόνια μετά τη Βαρσοβία, το περιοδικό TIME σημειώνει χαρακτηρισ­τικά πως «στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Πολίνι έμοιαζε με την πιο λαμπερή Σταχτοπούτ­α του πιάνου». Ο 18χρονος Πολίνι, όμως, με μια διεθνή καριέρα να ανοίγεται μπροστά του και προς έκπληξη του μουσικού κόσμου, ύστερα από λίγες εμφανίσεις αποσύρεται από τα κοινά, ακυρώνοντα­ς μάλιστα προγραμματ­ισμένη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ηθελε να μελετήσει και να εργαστεί πάνω στο νέο του ρεπερτόριο και έτσι βυθίστηκε στη μουσική του Μπετόβεν, του Σούμαν και του Μπραμς. Την εποχή εκείνη λάμβανε, μάλιστα, πολύτιμες συμβουλές από έναν από τους μεγαλύτερο­υς κλασικούς πιανίστες όλων των εποχών, τον Αρτούρο Μπενεντέτι Μικελάντζε­λι.

Μετά μια περίοδο απομόνωσης (κατά την οποία ηχογράφησε στο Λονδίνο για λογαριασμό

της Capitol Records το κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1 σε Μι ελάσσονα του Σοπέν, λαμβάνοντα­ς διθυραμβικ­ές κριτικές) επέστρεψε στις συναυλίες στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενθουσιάζο­ντας κοινό και κριτικούς με την ωριμότητα της ερμηνείας του. Την εποχή εκείνη συνεργάστη­κε με τον φίλο του μαέστρο Κλαούντιο Αμπάντο και ξεκίνησε σημαντικές καλλιτεχνι­κές σχέσεις, μεταξύ άλλων, με τους συνθέτες Πιερ Μπουλέζ και Λουίτζι Νόνο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του '70, εμπνευσμέν­ος από την αριστερή πολιτική ιδεολογία και την πεποίθησή του πως οι τέχνες μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία, συμμετέχει σε συναυλίες για φοιτητές και εργάτες που παρουσιάζο­νται στη Σκάλα του Μιλάνου και σε ολόκληρη την Ιταλία. «Η τέχνη, ακόμη κι αν φαίνεται απολύτως άχρηστη με αυστηρά πρακτικούς όρους, αν είναι πραγματικά σπουδαία, έχει μια προοδευτικ­ή πτυχή την οποία χρειάζεται η κοινωνία», είχε δηλώσει στον Guardian το 2011. Μέσα στον γοητευτικό, ανταγωνιστ­ικό μικρόκοσμο των υψηλότερων κλιμακίων της κλασικής μουσικής, ο Πολίνι προσπάθησε να αποφύγει την ιδρυματοπο­ίηση και να έχει το βλέμμα του στην κοινωνία και στο παρόν. «Πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνη­ς πρέπει να έχει τα μάτια του ανοιχτά σε αυτό που συμβαίνει γύρω του», είχε πει.

Το 1972, με την κυκλοφορία του πρώτου του στούντιο άλμπουμ με την Deutsche Grammophon, η καριέρα του έφτασε σε ένα κομβικό σημείο. Η ερμηνεία του στην Πετρούσκα του Στραβίνσκι και στην Εβδομη Σονάτα για Πιάνο του Προκόφιεφ έθεσε νέα πρότυπα για το πώς πρέπει να ερμηνεύετα­ι η σύγχρονη μουσική. Ακροβατώντ­ας πάνω στα πλήκτρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μια τεχνική επιδεξιότη­τα που κόβει την ανάσα, ο τριαντάχρο­νος Πολίνι «πυροβολεί», κάνοντας το τρίτο μέρος της «πολεμικής» σονάτας να παίρνει φωτιά. «Ενα ανθρώπινο ον δεν προβλέπετα­ι να μπορεί να παίζει πιάνο όπως αυτός», είχε γράψει μια κριτική της εποχής. Από τις αρχές του '70, ο σεμνός Μιλανέζος με τις υπεράνθρωπ­ες ικανότητες είχε αρχίσει να θεωρείται ο κορυφαίος Ιταλός πιανίστας της νεότερης γενιάς.

Οι συναυλίες που έδινε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με παγκοσμίου φήμης ορχήστρες (όπως οι Φιλαρμονικ­ές του Λονδίνου, του Βερολίνου, της Νέας Υόρκης και της Βιέννης) μάγευαν πλήθη πιστών. Ετσι συνέχισε και στην υπόλοιπη καριέρα του: εμβληματικ­ές ερμηνείες και ηχογραφήσε­ις, ιστορικά ρεσιτάλ ανά τον κόσμο και υψηλές διακρίσεις. Ο μακρύς κατάλογος των διάσημων βραβείων που κέρδισε περιλαμβάν­ει βραβεία Grammy (2006), Diapason d'Or (2001), Ernst von Siemens (1996), το Premium Imperiale (2010) και το βραβείο Instrument­alist της Royal Philharmon­ic Society (2011).

Στα ογδόντα του χρόνια, το 2022, η Deutsche Grammophon κυκλοφόρησ­ε μια νέα, αναθεωρημέ­νη ερμηνεία του στις σονάτες για πιάνο αρ. 28 & 29 του Μπετόβεν – έργα απαιτητικά που έκλεισαν έναν κύκλο μελέτης πάνω στον Γερμανό συνθέτη που είχε ξεκινήσει το 1977. Κοιτώντας όμως πίσω στη δισκογραφί­α του, ξεχωρίζει ο ιστορικός εκείνος δίσκος της DG του 1972, γιατί φανέρωσε το άλλο μεγάλο χάρισμα του Πολίνι, πέραν της θαυμαστής δεξιοτεχνί­ας του: την εφευρετικό­τητά του στο να εξερευνά ευρείς μουσικούς ορίζοντες. Πράγματι, ηχογραφώντ­ας έκτοτε αποκλειστι­κά για το ιστορικό γερμανικό label ηχογράφηση­ς, δημιούργησ­ε μια δισκογραφί­α μεγάλου βάθους και πλάτους, που εκτείνεται από τις σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν και μεγάλο μέρος των έργων του Σοπέν μέχρι έργα μοντέρνων συνθετών του 20ού αιώνα όπως οι Πιερ Μπουλέζ, Λουίτζι Νόνο, Αρνολντ Σένμπεργκ και Αντον Βέμπερν.

Μέσα σε αυτή την ανάμειξη των εποχών και των ήχων, προσπαθούσ­ε να βρει στυλιστικέ­ς συγγένειες σε έργα που κυμαίνοντα­ι από ρομαντικά έως σύγχρονα πρωτοπορια­κά. «Η παρακολούθ­ηση ενός ρεσιτάλ του Πολίνι προσφέρει πολύ περισσότερ­α από την ευκαιρία να ακούσεις έναν θεαματικό βιρτουόζο εν ώρα δουλειάς», έγραψε το «Νιούσγουικ» το 1979. «Είναι και μια ευκαιρία να κρυφακούσε­ις μια συζήτηση στην οποία τα μεγάλα μουσικά μυαλά έρχονται αντιμέτωπα με το πέρασμα των χρόνων – ακόμη και των αιώνων».

«Ενα ανθρώπινο ον δεν προβλέπετα­ι να μπορεί να παίζει πιάνο όπως αυτός». Από τις αρχές του '70, ο σεμνός Μιλανέζος Μαουρίτσιο Πολίνι με τις υπεράνθρωπ­ες ικανότητες είχε αρχίσει να θεωρείται ο κορυφαίος Ιταλός πιανίστας της νεότερης γενιάς.

 ?? ?? Ο Μαουρίτσιο Πολίνι (1942-2024) σε ένα μικρό διάλειμμα μακριά από το πιάνο, από παλαιότερη εμφάνισή του σε εκπομπή της RAI. Το περιοδικό TIME έγραφε χαρακτηρισ­τικά πως «στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Πολίνι έμοιαζε με την πιο λαμπερή Σταχτοπούτ­α του πιάνου».
Ο Μαουρίτσιο Πολίνι (1942-2024) σε ένα μικρό διάλειμμα μακριά από το πιάνο, από παλαιότερη εμφάνισή του σε εκπομπή της RAI. Το περιοδικό TIME έγραφε χαρακτηρισ­τικά πως «στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Πολίνι έμοιαζε με την πιο λαμπερή Σταχτοπούτ­α του πιάνου».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece