Με αφορμή τη Νεάπολη
Στη θαυμάσια έκθεση της Ελληνοαµερικανικής Ενωσης για την ξεχασµένη συνοικία της Νεάπολης (επιµέλεια: Νίκος Βατόπουλος, Ιρις Κρητικού) υπάρχουν δύο θεαµατικά µεγεθυµένες φωτογραφίες που πραγµατικά συγκλονίζουν. Η πρώτη είναι µια µεσοπολεµική αεροφωτογραφία του κέντρου της Αθήνας όπου αποτυπώνεται µε συνταρακτική ακρίβεια η αισθητική και κατασκευαστική ποιότητα του αστικού χώρου σχεδόν έναν αιώνα πίσω. Είναι τέτοιο το µέγεθος της ανατύπωσης που διακρίνονται µε γυµνό µάτι σχεδόν τα πάντα: τα οικοδοµικά τετράγωνα, η αρχιτεκτονική φιλοδοξία, ο κοµβικός ρόλος της εξαφανισµένης από τη δηµόσια συζήτηση και υποβαθµισµένης σήµερα Αθηναϊκής Τριλογίας, τα κατεδαφισµένα µέγαρα, οι κεραµοσκεπές των πρώτων σπιτιών της Νεάπολης πίσω από την Ακαδηµίας, τα πολλαπλά στρώµατα της αστικής εµπειρίας που είχε ήδη στη διάθεσή του ο Αθηναίος του 1930.
Η δεύτερη φωτογραφία που µαγνητίζει το βλέµµα µε παρόµοια ένταση χρονολογείται από το 1963, αποδίδεται στον Ελληνοαµερικανό Nicholas Econopouly και µας δείχνει τρία παιδιά που αγναντεύουν (πιθανότατα από τον Λυκαβηττό) τη συνοικία της Νεάπολης. Η χρονική στιγµή της λήψης της φωτογραφίας είναι απολύτως καθοριστική για την αξία της ως πολύτιµου αθηναϊκού τεκµηρίου, καθώς µπροστά µας ξεδιπλώνεται ένας µοναδικός πίνακας αποτύπωσης µιας µάχης επικράτησης ανάµεσα στις κόκκινες κεραµοσκεπές και στο προελαύνον λευκό των νέων πολυκατοικιών. Και 60 χρόνια µετά όλοι γνωρίζουµε τον θριαµβευτή εκείνης της άτυπης µάχης.
λοιπόν µια µάχη που η Αθήνα έχασε. Οµως η έκθεση αφηγείται και µια παράλληλη ιστορία. Στην περιοχή επιβιώνουν απειροελάχιστες νησίδες µνήµης, σπίτια µε ιστορικό βάρος (και βάθος), στραπατσαρισµένα ή ετοιµόρροπα νεοκλασικά στριµωγµένα ανάµεσα σε πολυκατοικίες, προπολεµικές µοντέρνες πολυκατοικίες που αν καθαριστούν και προσεχθούν θα κερδίσουν έναν δεύτερο κύκλο ζωής. Ολα αυτά υπάρχουν καταγεγραµµένα· πέρα από τις σποραδικές κρατικές απόπειρες, περισσότερο ή λιγότερο οργανωµένες, υπάρχει η σπουδαία παρακαταθήκη της Monumenta µε περισσότερα από 11.500 αθηναϊκά κτίρια της περιόδου 1830-1940 πλήρως τεκµηριωµένα. Η διαχείριση αυτού του αρχιτεκτονικού πλούτου µάς κάνει να σκεφτούµε ότι δεν διδαχθήκαµε πολλά από τις πληγές που άφησε πίσω της η περίοδος της ανοικοδόµησης. Ενώ ο µηχανισµός προστασίας υπάρχει (αν και επείγει η επικαιροποίησή του προκειµένου να
συµπεριληφθούν και αξιόλογα δείγµατα από άλλες, πιο όψιµες περιόδους αρχιτεκτονικής παραγωγής), ακόµα περιµένουµε την εφαρµογή ενός ρεαλιστικού σχεδίου που θα διευκολύνει τους ιδιοκτήτες αυτών των ακινήτων (των λεγόµενων «διατηρητέων») να τα επισκευάσουν και όχι να προσεύχονται να έρθει ένας σεισµός που θα τα αποτελειώσει προκειµένου να αξιοποιήσουν το οικόπεδό τους. Από τη σηµερινή κυβέρνηση έχει εξαγγελθεί το πρόγραµµα «∆ιατηρώ» που θεωρητικά θα έχει ακριβώς αυτήν τη στόχευση. Αλλά καθυστερεί, άγνωστο γιατί, η κατάθεσή του στη Βουλή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση της δεξαµενής σκέψης «διαΝΕΟσις», ένα µοντέλο σύµπραξης του δηµόσιου µε τον ιδιωτικό τοµέα µέσω του οποίου θα κινητοποιούνται ιδιώτες για την αποκατάσταση και επανάχρηση των συγκεκριµένων ακινήτων.
που δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτό είναι ότι η σωτηρία αυτών των σπιτιών, αρχιτεκτονικά περισσότερο ή λιγότερο σηµαντικών, δεν έχει πλέον ως αφετηρία αισθητικές ευαισθησίες. Το διακύβευµα είναι πολύ µεγαλύτερο: αφορά τη βιωσιµότητα της αστικής συνθήκης στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Ο αγώνας για τη σωτηρία των παλιών σπιτιών δεν έχει πλέον ως αφετηρία αισθητικές ευαισθησίες. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.