Ιδιωτική χρηματοδότηση σε μεγάλα δημόσια έργα
Μεγάλες φυσικές καταστροφές όπως οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, ατυχήματα όπως η σύγκρουση τρένων στα Τέμπη αλλά και η κατάρρευση της μεγαλύτερης γέφυρας της Βαλτιμόρης επαναφέρουν στην επικαιρότητα την ανάγκη χρηματοδότησης μεγάλων έργων και μάλιστα σε βραχύ χρονικό διάστημα. Και αυτό σε περίοδο που η κλιματική αλλαγή προκαλεί ανεξέλεγκτα φαινόμενα, ενώ το ύψος του δημόσιου χρέους σε πολλά κράτη δεν διευκολύνει την εκταμίευση δισεκατομμυρίων που απαιτούνται.
Είναι μια δύσκολη συγκυρία που καθιστά επίκαιρη μια ιδέα της προηγούμενης δεκαετίας όταν η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ «συνιστούσαν» τη χρηματοδότηση από ιδιωτικά κεφάλαια μεγάλων δημοσίων έργων. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα όσο κι αν αρχικά ακουγόταν καλή, στην πράξη δεν δούλεψε. Το περίφημο «έλλειμμα υποδομών»
σε πολλές χώρες δεν έκλεισε με νέα δημόσια έργα που χρηματοδοτούν ιδιωτικά κεφάλαια μακροπρόθεσμων επενδυτών.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο «παγκόσμιος δείκτης υποδομών» που είχε διαμορφώσει η S&P και στον οποίο είχαν ενταχθεί 75 εταιρείες (ενέργειας, μεταφορών κ.λπ.) από όλον τον κόσμο είχε δυσμενή πορεία και κατέληξε να έχει αξία πολύ χαμηλότερη από τον γενικό δείκτη που αντιπροσωπεύει το σύνολο της αγοράς. Οι μετοχές που περιλαμβάνει δεν είχαν καλές επιδόσεις.
Ωστόσο, η σημερινή συγκυρία μπορεί ενδεχομένως να ξεφύγει από το παρελθόν γιατί το «έλλειμμα υποδομών» γίνεται επιτακτική ανάγκη και έχει άμεση επίπτωση στην ανάπτυξη, την επιβίωση πολλών τοπικών κοινωνιών, ενώ τα περισσότερα κράτη και σε ανεπτυγμένες οικονομίες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την εκτέλεση των απαιτούμενων έργων. Ελάχιστα κράτη έχουν περιθώριο να αυξήσουν το δημόσιο χρέος κι ακόμα λιγότερα μπορούν να
αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα ή να περιορίσουν δραστικά τις κρατικές δαπάνες. Στην επιστολή που απευθύνει κάθε χρόνο προς τους μετόχους, ο Λάρι Φινκ, διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων του κόσμου, περιγράφει τις υποδομές ως το κέντρο του «επόμενου μετασχηματισμού».
Βέβαια η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων για δημόσια έργα δεν είναι εύκολη επιλογή για τις κυβερνήσεις. Πρέπει να δεσμευτούν σε μια έστω μετριοπαθή αλλά σταθερή απόδοση για τα κεφάλαια που ανήκουν συνήθως σε συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες και άλλους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Γιατί έως τώρα έχουμε μεγάλες κρατικές υποδομές, π.χ. αεροδρόμια να ανήκουν σε ιδιώτες επενδυτές. Δεν επιτρέπεται συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στην κατασκευή των έργων, που θεωρείται προνομιακό πεδίο κυβερνήσεων.
Κι όταν μιλάμε για έργα υποδομών, αυτά δεν αφορούν μόνον οδικά δίκτυα και γέφυρες αλλά ενεργειακά συστήματα μαζί με πράσινη ενέργεια, δίκτυα που αφορούν συγκοινωνίες, επικοινωνίες και διαχείριση υδάτων, λιμάνια και αεροδρόμια, εκπαιδευτικά και νοσηλευτικά ιδρύματα.
Και είναι τόσο πιεστικές πλέον οι ανάγκες, επηρεάζουν τόσο πολύ τις οικονομικές δραστηριότητες μεγάλων περιοχών, που ενδεχομένως οι κυβερνήσεις αναγκαστούν να προσφέρουν σε ιδιωτικά κεφάλαια την απαιτούμενη διαφάνεια, σταθερότητα και αξιοπιστία της εποπτείας προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες ανάγκες.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνον τα κρατικά ταμεία που χρειάζονται ιδιωτικά κεφάλαια για να καλύψουν πιεστικές ανάγκες. Την ίδια ανάγκη έχουν και ιδιωτικές εταιρείες σε όλον τον κόσμο. Ενδεικτικό παράδειγμα, ιδιωτικές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που πωλούν τα δίκτυα κεραιών με τα οποία λειτουργούν, χημικές εταιρείες που πωλούν αγωγούς. Εταιρείες τηλεφωνίας πλέον δεν έχουν δικές τους κεραίες και μια χημική βιομηχανία μπορεί να νοικιάζει από επενδυτές τον αγωγό με τον οποίο μεταφέρονται κρίσιμα καύσιμα ή τελικά προϊόντα προς την κατανάλωση.
Το «έλλειμμα υποδομών» έχει άμεση επίπτωση στην ανάπτυξη.