Ερχονται στο Παρίσι και μου ζητούν μουσακά
Ακόμη και όταν η Ελλάδα σερβίρεται γκουρμέ, το παλιό επιμένει ως σημείο αναφοράς
«Οταν μπαίνουν πελάτες στο μαγαζί και μου ζητούν, Δεκέμβριο μήνα, μουσακά με πιάνει λίγο απελπισία», μου λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου η Μικαέλα Λιαρούτσου, η 38χρονη Ελληνογαλλίδα σεφ και ιδιοκτήτρια δύο ελληνικών μπιστρό στο Παρίσι, του «étsi» και του «étsi, l’ouzeri». Η ίδια δεν θα το ισχυριστεί ποτέ, αλλά έχει επωμιστεί τα τελευταία χρόνια το βαρύ φορτίο να εκπαιδεύσει το απαιτητικό, γαστρονομικά, κοινό της γαλλικής πρωτεύουσας σε μια πολύ πιο σύγχρονη, πολύ πιο ραφιναρισμένη, πολύ πιο εκλεκτική εκδοχή της ελληνικής κουζίνας, μακριά από τις φολκόρ βεβαιότητες μιας τυπικής τουριστικής ταβέρνας. Οι αντιστάσεις που συναντά, λέει στην «Κ», είναι «αναπάντεχα μεγάλες».
«Ακόμη και άνθρωποι που δεν το περιμένεις και δείχνουν πολύ πιο ανοιχτοί στο καινούργιο, θα ζητήσουν μερικές φορές επίμονα να επαναλάβουν την καλοκαιρινή τους εμπειρία. Ακόμη και αν υποψιάζεσαι ότι δεν ήταν πολύ τυχεροί στα πιάτα που δοκίμασαν στην Ελλάδα, φαίνεται ότι υπάρχει ένας ανίκητος συναισθηματικός σύνδεσμος ανάμεσα στο φαγητό και στην ιδέα των διακοπών, με αποτέλεσμα αυτό που εσύ θεωρείς “παλιομοδίτικο”, “κουρασμένο” ή “φολκλόρ”, να αποτελεί για έναν Γάλλο ακλόνητο σημείο αναφοράς».
Κι επειδή ο μουσακάς δεν ήταν τυχαίο παράδειγμα, η Μικαέλα Λιαρούτσου μου εξηγεί ότι κάθε φορά που έρχεται προσωπικά αντιμέτωπη με παρόμοια αιτήματα, θα αφιερώσει χρόνο στον πελάτη, θα τους μιλήσει για τη μελιτζάνα και την εποχικότητα των προϊόντων και θα τους εξηγήσει γιατί δεν μπορούν να φάνε χειμωνιάτικα χωριάτικη σαλάτα. «Για να είμαι δίκαιη θα πω ότι η πλειονότητα θα εκτιμήσει αυτό που τους προσφέρουμε, μια λιγότερο, δηλαδή, τουριστική εκδοχή της ελληνικής κουζίνας με πιάτα από λιγότερο γνωστούς προορισμούς ή την ηπειρωτική χώρα. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, το Παρίσι ανακαλύπτει τη φάβα και τα ελληνικά όσπρια». Για την εμμονή στα παλιά στερεότυπα, η κ. Λιαρούτσου μου λέει πως ό,τι συμβαίνει με το φαγητό ισχύει και με τη μουσική. «Ερχόμενοι σε ένα ελληνικό εστιατόριο περιμένουν ότι θα ακούσουν παραδοσιακή ελληνική μουσική. Δεν είναι ότι δεν θα ξανάρθουν αν δεν την ακούσουν. Ομως, μόνο στην υποψία παραδοσιακά ελληνικών ακουσμάτων, βλέπεις ότι ενθουσιάζονται αμέσως».
Η Τίνα Κυριάκη κουνάει το κεφάλι της. «Οι ξένες εταιρείες που έρχονται στην Αθήνα για σύσφιγξη σχέσεων των υπαλλήλων τους τις μισές φορές ζητούν μαθήματα ελληνικών χορών και τις άλλες μισές να τους πάμε σε ταβέρνες όπου σπάνε πιάτα. Μας παίρνει πολλή ώρα για να τους εξηγήσουμε ότι αυτό δεν το κάνουμε πια και ότι οι ταβέρνες που έχουν φολκλόρ χορευτικό θέαμα είναι πολύ τουριστικές και συνήθως δεν έχουν και καλό φαγητό, αλλά δεν καταφέρνουμε να τους αποτρέψουμε πάντα».
Ειδική στην αρχαία ελληνική τέχνη και στην αρχαιολογία, Κάτριν Σβαμπ, καθηγήτρια Οπτικών και Παραστατικών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Fairfield των ΗΠΑ, επισκέπτεται σχεδόν κάθε χρόνο την Ελλάδα. Η έρευνά της επικεντρώνεται στο πρόγραμμα γλυπτικής του Παρθενώνα, ιδιαίτερα στις μετόπες. Σαρώσεις από τα σχέδιά της, της μετόπης του Παρθενώνα, εκτίθενται μόνιμα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Συμφωνεί εν μέρει με την επιμονή των στερεοτύπων. «Επισκέπτομαι την Αθήνα και την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τις αλλαγές των τελευταίων ετών, ιδίως μετά την πανδημία. Ολο και περισσότεροι Αμερικανοί ενδιαφέρονται να εξερευνήσουν την Αθήνα και όχι απλώς να περάσουν για να φωτογραφηθούν μπροστά από τον Παρθενώνα πριν σπεύσουν στα νησιά για διακοπές. Σήμερα, οι τουρίστες αναζητούν επίσης εμπειρίες, όπως να μάθουν για την ελληνική μαγειρική, τα ελληνικά κρασιά και τις παραδόσεις όπως η υφαντική, καθώς και να επισκέπτονται ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. Υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση περιέργειας και επιθυμίας για εξερεύνηση. Προσωπικά, θα έλεγα ότι θα πρέπει να διακρίνουμε τους επισκέπτες της μιας φοράς από αυτούς που θα επιστρέψουν γιατί θέλουν να εμβαθύνουν τη σχέση τους με τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι αυτή η δεύτερη κατηγορία διαρκώς μεγαλώνει και αυτό μόνο καλό είναι και για τις δύο πλευρές».
Μιλώντας με τον Τάιλερ Μπόρσεν, συνειδητοποιώ ότι η ματιά του είναι εμφανώς επηρεασμένη από τις νέες πραγματικότητες που φέρνει η γενιά του TikTok. «Αν προσέξετε το βιντεοκλίπ της Σάττι θα δείτε τις εμφανείς ομοιότητες με αντίστοιχα βίντεο του TikTok, που θα μας έδειχναν τι θα έκανε ένας νεαρός χρήστης του μέσου σε ένα Σαββατοκύριακο στην Αθήνα. Θα ερχόταν στην Αθήνα για να φωτογραφηθεί στην Ακρόπολη όπως η Ζεντάγια και ο Τζέικομπ Ελόρντι. Θα φωτογραφιζόταν με μαγιό που θα παρέπεμπε σε αρχαιοελληνικό άγαλμα ή σε μια ιδιωτική πισίνα, υπονοώντας αποκλειστικές εμπειρίες με ξεχωριστούς φίλους. Θα γέμιζαν τα πλαστικά τους μπουκάλια με νερό από σιντριβάνια. Θα έδειχναν ευχάριστα σοκαρισμένες από το πόσο κόκκινες είναι οι ελληνικές ντομάτες και από την κομψότητα της μεσογειακής διατροφής. Δεν θα είχαν χρόνο να σκεφτούν για τα όπλα και τη συστημική βία, που είναι μέρος της καθημερινότητάς τους πίσω στην πατρίδα, και όλα αυτά χάρη στις διακοπές τους στην Ελλάδα. Τέλος, την ίδια στιγμή δεν θα ήθελαν οι πολιτισμικές διαφορές να τονίζονται σε βαθμό που θα τους αποπροσανατόλιζε».
Γιατί, όμως; Δεν ζούμε, υποτίθεται, σε μια εποχή που οι πολιτισμικές διαφορές είναι το απόλυτο ζητούμενο στην τουριστική βιομηχανία; Δεν ταξιδεύουμε για να έχουμε την καλοπροαίρετη ψευδαίσθηση ότι θα ζήσουμε για λίγο όπως οι ντόπιοι; «Οι πολιτισμικές διαφορές είναι ήδη κάτι που συναντούν ως μέρος της καθημερινότητάς τους όταν παραγγέλνουν έναν καφέ από τα Starbucks πίσω στη χώρα τους και αισθάνονται ότι τις ελέγχουν. Το τραγούδι της Σάττι και το βίντεο που το συνοδεύει μιλάει ακριβώς τη γλώσσα αυτής της γενιάς, που ηλικιακά θα τοποθετούσαμε σήμερα κάτω από τα 30. Χρησιμοποιεί αυτή τη στρατηγική για να παίξει με τις τοπικές ταυτότητες και αντιλήψεις για τις πολιτισμικές διαφορές με τρόπους που είναι αντιφατικοί και δύσκολο να ακολουθήσει ένας ξένος χωρίς κάποια εμβάθυνση στην ελληνική πραγματικότητα. Μιλάμε για ένα μείγμα γεμάτο αυτοπεποίθηση και απροκάλυπτη ανασφάλεια, που από πολλές απόψεις είναι η ταυτοτική σφραγίδα αυτής της γενιάς».
Στο πλαστικό τραπέζι
Ζητάω από την Τίνα Κυριάκη έναν λίγο πιο αισιόδοξο επίλογο για το μικρό αυτό αφιέρωμα στις πολλές αναγνώσεις του ελληνικού brand, εντός κι εκτός έδρας. «Ημουν αυτές τις μέρες στα Μέθανα, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, και περπατούσα το βράδυ στον παραλιακό δρόμο. Ενα ζευγάρι καθόταν στην αυλή ενός πολύ ταπεινού σπιτιού, ο ένας στη μια άκρη ενός πλαστικού τραπεζιού, ο άλλος στην άλλη και κοίταζαν τη θάλασσα στα δύο μέτρα από την αυλή τους χωρίς να μιλούν. Δεν ξέρω αν ήταν ευτυχισμένοι, σκέφτηκα όμως πόσο τυχεροί ήταν που μπορούσαν να απολαμβάνουν την ηρεμία και την αρμονία αυτής της στιγμής, που άλλοι, ξένοι, θα πλήρωναν εκατοντάδες ευρώ για να έχουν πρόσβαση σε αυτήν έστω και για λίγο. Αυτό μας δίνει αυτή η χώρα απλόχερα με έναν τρόπο τρομερά δημοκρατικό, κι ελπίζω να συνεχίσει για πολλά ακόμη χρόνια».
«Θα πρέπει να διακρίνουμε τους επισκέπτες της μιας φοράς από αυτούς που θα επιστρέψουν γιατί θέλουν να εμβαθύνουν τη σχέση τους με τη χώρα. Φαίνεται ότι η δεύτερη κατηγορία διαρκώς μεγαλώνει», λέει η καθηγήτρια στις ΗΠΑ Κάτριν Σβαμπ.