Ποιο το καλό, ποιο το κακό και ποιο το διάφορό τους;
Ως παιδί της πόλης με εντυπωσίαζαν τα σουσούμια της επαρχίας, πριν αυτή υποστεί μετάσταση της αθηναϊκής κακοπραγίας. Με εντυπωσίαζε κι ο πάππος μου, ο Περικλής, που κοιτώντας τον ουρανό με τ’ άστρα προέβλεπε με επιτυχία τον καιρό της επόμενης ημέρας! Λιγόλογος, γιατί ανοιχτομάτης, ο παππούς έλεγε κι ένα σωρό παροιμίες που ηχούσαν κάπως αλλόκοτα στα άμαθα αυτιά μας. «Αν σκιαζόταν ο λύκος τη βροχή, θα ’φτιαχνε και κάπα». Κι επειδή «ο λύκος τρώει από τα μετρημένα», ο παππούς σιγούρευε τα ζωντανά του και την άλλη ημέρα, όπως προέβλεπε, έριχνε νερό με το τσουκάλι, χωρίς όμως να τον πολυπειράζει, αφού «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται»!
Στον λαϊκό πολιτισμό, κι ο παππούς μου, όπως θα καταλάβατε, ήταν λαϊκός άνθρωπος, αφθονούσαν οι παροιμίες και οι
παροιμιώδεις εκφράσεις. Αυτές ήταν η παράδοσή μας πριν σκοντάψουμε στην άρνηση ή την υπεράσπισή της – το ίδιο κάνει. Οι παροιμίες ήσαν απλές, αλληγορικές, ενίοτε έμμετρες, βραχύλογες, αλλά περιεκτικές προτάσεις. Σήμερα είναι, κυρίως, τεκμήρια συμπεριφορών που δεν είχαν παραιτηθεί από τον ενάρετο βίο, αλλά και τις όποιες αντιφάσεις περιελάμβανε αυτός. Επιπλέον είναι τεκμήρια μιας γλωσσικής πλαστικότητας κι ευθυβολίας που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».
Η επίκληση των παροιμιών στόλιζε κι ενίσχυε με την παραστατικότητά τους τον κάθε λόγο. Η σοφία τους συμπύκνωνε αρχαίες και δοκιμασμένες παραδοχές του κοινωνικού σώματος που κληρονομούνταν από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά. Επιπλέον οι παροιμίες στις αγράμματες ή ολιγογράμματες κοινωνίες, στις κοινωνίες της προφορικότητας δηλαδή, είχαν για χιλιετίες σε μεγάλο βαθμό μια παιδευτική βαρύτητα, ο «βιωφελής λόγος» τους ήταν ο κατεξοχήν τρόπος διαμοιρασμού της εμπειρίας των μεγαλυτέρων της κοινότητας. Ηταν το αντιστύλι όλων στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. «Παροιμία εστί παραίνεσις προς ηθών διαστρόφων διόρθωσιν», παρατηρούσε ήδη από το 1813 ο Γιαννιώτης λόγιος και πραματευτής
Γεώργιος Κρομμύδης, που μάλλον ήταν και ο πρώτος Νεοέλληνας συλλογέας τους. Θα ακολουθήσουν πολλοί άλλοι φιλόπονοι συλλογείς –να μνημονεύσουμε τον φιλογενή Παναγιώτη Αραβαντινό αλλά και τον ακάματο Νικόλαο Πολίτη– που θα συλλέξουν με επιμέλεια, θα ερμηνεύσουν με ενάργεια και θα καταδείξουν, όσο εμείς σκοντάφταμε σε αχρείαστα «γλωσσικά ζητήματα», τη στενή και απροκατάληπτη σχέση του υλικού τους με όλες τις περιόδους και τις εκφάνσεις της γλωσσικής μας διαδρομής.
Το μεταπολεμικό πέρασμα στον αστικό πολιτισμό και σε καινοφανείς μαθητείες κατέστησε περιττές τις παροιμίες. «Αλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέρανε» χώρια ότι η πλειονότητα των εκριζωμένων δεν ήθελε να φαίνεται πούθε κρατάει η σκούφια της. Ετσι πάει. «Κατά τη γειτονιά και το τραγούδι». Σήμερα οι περισσότερες από τις παροιμίες, που βρίσκονται στα βιβλία των γραμματικών ως «άυλη πολιτιστική κληρονομιά» πλέον κι όχι στην καθημερινότητά μας, ηχούν σχεδόν ακατανόητες και χρειάζονται τη συνδρομή εξηγήσεων. «Θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι»! Τι ακριβώς να καταλάβεις από αυτό; Ο,τι και από τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς. Θαυμάζουμε, όσοι θαυμάζουμε, την ποιητική τους, αλλά μένουμε αμέτοχοι της συντριβής τους – για να μην πω ότι μακαρίζουμε τα φευγάτα παιδιά μας. Κάπως έτσι και οι παροιμίες λειτουργούσαν κι αυτές σε ένα υλικό και αξιακό περιβάλλον πολύ διαφορετικό από το νεωτερικό, με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν αντιστοιχία στη σημερινή συνθήκη.
Και λογικό μου μοιάζει. Σε έναν αγροκτηνοτροφικό πολιτισμό
αφθονούν οι κουβέντες για τους λύκους που ζημίωναν βοσκούς και κοπάδια. Σε έναν πολιτισμό που πιστεύουμε, λόγου χάρη, ότι τα κρέατα φυτρώνουν στα ψυγεία των πολυκαταστημάτων, οι παροιμίες για τους λύκους, λόγου χάρη και πάλι, ηχούν κενές περιεχομένου. Οι λύκοι άλλωστε δεν συχνάζουν σε αστικό περιβάλλον, σπανίζουν πλέον και στο φυσικό και βρίσκονται υπό προστασία. Κατά τα λοιπά όλοι μας έχουμε, ή νομίζουμε τέλος πάντων ότι έχουμε, τρόπο να γνωρίσουμε τι μας ξημερώνει.
Πράγματι μπορούμε με ευκολία να μάθουμε τον αυριανό καιρό ψάχνοντας στο Διαδίκτυο.
Στο μεταξύ, όμως, έχουμε ανεπαισθήτως ξεμάθει να κοιτάμε τα αστέρια.
Θαυμάζουμε, όσοι θαυμάζουμε, την ποιητική των παροιμιών, αλλά μένουμε αμέτοχοι της συντριβής τους – για να μην πω ότι μακαρίζουμε τα φευγάτα παιδιά μας.