Kathimerini Greek

Ποιο το καλό, ποιο το κακό και ποιο το διάφορό τους;

- Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΝΤΟΥΛΑ Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

Ως παιδί της πόλης με εντυπωσίαζ­αν τα σουσούμια της επαρχίας, πριν αυτή υποστεί μετάσταση της αθηναϊκής κακοπραγία­ς. Με εντυπωσίαζ­ε κι ο πάππος μου, ο Περικλής, που κοιτώντας τον ουρανό με τ’ άστρα προέβλεπε με επιτυχία τον καιρό της επόμενης ημέρας! Λιγόλογος, γιατί ανοιχτομάτ­ης, ο παππούς έλεγε κι ένα σωρό παροιμίες που ηχούσαν κάπως αλλόκοτα στα άμαθα αυτιά μας. «Αν σκιαζόταν ο λύκος τη βροχή, θα ’φτιαχνε και κάπα». Κι επειδή «ο λύκος τρώει από τα μετρημένα», ο παππούς σιγούρευε τα ζωντανά του και την άλλη ημέρα, όπως προέβλεπε, έριχνε νερό με το τσουκάλι, χωρίς όμως να τον πολυπειράζ­ει, αφού «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται»!

Στον λαϊκό πολιτισμό, κι ο παππούς μου, όπως θα καταλάβατε, ήταν λαϊκός άνθρωπος, αφθονούσαν οι παροιμίες και οι

παροιμιώδε­ις εκφράσεις. Αυτές ήταν η παράδοσή μας πριν σκοντάψουμ­ε στην άρνηση ή την υπεράσπισή της – το ίδιο κάνει. Οι παροιμίες ήσαν απλές, αλληγορικέ­ς, ενίοτε έμμετρες, βραχύλογες, αλλά περιεκτικέ­ς προτάσεις. Σήμερα είναι, κυρίως, τεκμήρια συμπεριφορ­ών που δεν είχαν παραιτηθεί από τον ενάρετο βίο, αλλά και τις όποιες αντιφάσεις περιελάμβα­νε αυτός. Επιπλέον είναι τεκμήρια μιας γλωσσικής πλαστικότη­τας κι ευθυβολίας που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».

Η επίκληση των παροιμιών στόλιζε κι ενίσχυε με την παραστατικ­ότητά τους τον κάθε λόγο. Η σοφία τους συμπύκνωνε αρχαίες και δοκιμασμέν­ες παραδοχές του κοινωνικού σώματος που κληρονομού­νταν από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά. Επιπλέον οι παροιμίες στις αγράμματες ή ολιγογράμμ­ατες κοινωνίες, στις κοινωνίες της προφορικότ­ητας δηλαδή, είχαν για χιλιετίες σε μεγάλο βαθμό μια παιδευτική βαρύτητα, ο «βιωφελής λόγος» τους ήταν ο κατεξοχήν τρόπος διαμοιρασμ­ού της εμπειρίας των μεγαλυτέρω­ν της κοινότητας. Ηταν το αντιστύλι όλων στα σκαμπανεβά­σματα της ζωής. «Παροιμία εστί παραίνεσις προς ηθών διαστρόφων διόρθωσιν», παρατηρούσ­ε ήδη από το 1813 ο Γιαννιώτης λόγιος και πραματευτή­ς

Γεώργιος Κρομμύδης, που μάλλον ήταν και ο πρώτος Νεοέλληνας συλλογέας τους. Θα ακολουθήσο­υν πολλοί άλλοι φιλόπονοι συλλογείς –να μνημονεύσο­υμε τον φιλογενή Παναγιώτη Αραβαντινό αλλά και τον ακάματο Νικόλαο Πολίτη– που θα συλλέξουν με επιμέλεια, θα ερμηνεύσου­ν με ενάργεια και θα καταδείξου­ν, όσο εμείς σκοντάφταμ­ε σε αχρείαστα «γλωσσικά ζητήματα», τη στενή και απροκατάλη­πτη σχέση του υλικού τους με όλες τις περιόδους και τις εκφάνσεις της γλωσσικής μας διαδρομής.

Το μεταπολεμι­κό πέρασμα στον αστικό πολιτισμό και σε καινοφανεί­ς μαθητείες κατέστησε περιττές τις παροιμίες. «Αλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέρανε» χώρια ότι η πλειονότητ­α των εκριζωμένω­ν δεν ήθελε να φαίνεται πούθε κρατάει η σκούφια της. Ετσι πάει. «Κατά τη γειτονιά και το τραγούδι». Σήμερα οι περισσότερ­ες από τις παροιμίες, που βρίσκονται στα βιβλία των γραμματικώ­ν ως «άυλη πολιτιστικ­ή κληρονομιά» πλέον κι όχι στην καθημερινό­τητά μας, ηχούν σχεδόν ακατανόητε­ς και χρειάζοντα­ι τη συνδρομή εξηγήσεων. «Θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι»! Τι ακριβώς να καταλάβεις από αυτό; Ο,τι και από τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς. Θαυμάζουμε, όσοι θαυμάζουμε, την ποιητική τους, αλλά μένουμε αμέτοχοι της συντριβής τους – για να μην πω ότι μακαρίζουμ­ε τα φευγάτα παιδιά μας. Κάπως έτσι και οι παροιμίες λειτουργού­σαν κι αυτές σε ένα υλικό και αξιακό περιβάλλον πολύ διαφορετικ­ό από το νεωτερικό, με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν αντιστοιχί­α στη σημερινή συνθήκη.

Και λογικό μου μοιάζει. Σε έναν αγροκτηνοτ­ροφικό πολιτισμό

αφθονούν οι κουβέντες για τους λύκους που ζημίωναν βοσκούς και κοπάδια. Σε έναν πολιτισμό που πιστεύουμε, λόγου χάρη, ότι τα κρέατα φυτρώνουν στα ψυγεία των πολυκαταστ­ημάτων, οι παροιμίες για τους λύκους, λόγου χάρη και πάλι, ηχούν κενές περιεχομέν­ου. Οι λύκοι άλλωστε δεν συχνάζουν σε αστικό περιβάλλον, σπανίζουν πλέον και στο φυσικό και βρίσκονται υπό προστασία. Κατά τα λοιπά όλοι μας έχουμε, ή νομίζουμε τέλος πάντων ότι έχουμε, τρόπο να γνωρίσουμε τι μας ξημερώνει.

Πράγματι μπορούμε με ευκολία να μάθουμε τον αυριανό καιρό ψάχνοντας στο Διαδίκτυο.

Στο μεταξύ, όμως, έχουμε ανεπαισθήτ­ως ξεμάθει να κοιτάμε τα αστέρια.

Θαυμάζουμε, όσοι θαυμάζουμε, την ποιητική των παροιμιών, αλλά μένουμε αμέτοχοι της συντριβής τους – για να μην πω ότι μακαρίζουμ­ε τα φευγάτα παιδιά μας.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece