Η αποποινικοποίηση της μοιχείας
Μια αυτονόητη σήμερα μεταρρύθμιση για μια πράξη που αποτελούσε έγκλημα για περισσότερο από 150 χρόνια
Η κατάργηση του εγκλήματος της μοιχείας το 1982 εντάσσεται σε ένα γενικότερο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και περιλάμβανε τη θέσπιση του πολιτικού γάμου και την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου.
Αν και σήμερα οι μεταρρυθμίσεις αυτές μοιάζουν αυτονόητες, συνάντησαν τότε έντονη αντίδραση από την αξιωματική αντιπολίτευση, την Εκκλησία, αλλά και από μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού.
Ειδικότερα, το έγκλημα της μοιχείας καταργήθηκε με τον νόμο 1272/1982 (υπουργός Δικαιοσύνης ο καθηγητής Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ της 20ής Αυγούστου του 1982. Μέχρι την κατάργησή του, το άρθρο 357 Π.Κ είχε ως εξής: «1. Ο υπαίτιος μοιχείας σύζυγος και ο μετ' αυτού συνένοχος τιμωρείται διά φυλακίσεως μέχρις ενός έτους. Η δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει του προσβληθέντος.
2. Εάν κατά τον χρόνον της πράξεως δεν υφίστατο συμβίωσις των συζύγων, το δικαστήριον, κρίνον και τας ιδιαιτέρας περιστάσεις, υφ' ας η πράξις έλαβε χώραν, δύναται να κρίνη την πράξιν ατιμώρητον.
3. Η μοιχεία μένει ατιμώρητος, εάν ο προσβληθείς σύζυγος ηνέχθη ταύτην».
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το άρθρο 357 παραμένει ακόμη και σήμερα κενό στον ισχύοντα ποινικό κώδικα υπενθυμίζοντας την απουσία ενός
Αρθρο 357 Π.Κ.: «Ο υπαίτιος μοιχείας σύζυγος και ο μετ' αυτού συνένοχος τιμωρείται διά φυλακίσεως μέχρις ενός έτους...».
Ιταλία και Γερμανία κατάργησαν τη μοιχεία ως έγκλημα το '69, το Βέλγιο το '87, η Ελβετία το '89 και η Αυστρία το '97.
εγκλήματος που αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της ποινικής νομοθεσίας του νεοελληνικού κράτους.
Γιατί, λοιπόν, αποτελούσε έγκλημα η μοιχεία μέχρι τότε, δηλαδή για σχεδόν 150 χρόνια;
Διχογνωμία στη νομική επιστήμη
Κεντρική είναι η θέση της ποινικής θεωρίας ότι έγκλημα είναι –πρέπει να είναι– μια πράξη με έντονη κοινωνικοηθική απαξία. Αυτή η απαξία της πράξης και η αρνητική-στιγματιστική αντιμετώπιση των δραστών ήταν δεδομένη, αφού η μοιχεία αντέβαινε σε βασική αρχή των μεγάλων θρησκειών (χριστιανισμός, μωαμεθανισμός, ιουδαϊσμός): ου μοιχεύσεις. Ηταν λοιπόν περίπου αυτονόητο ότι το βαρύτατο θρησκευτικό-ηθικό
αμάρτημα «έπρεπε» να αποτελεί και έγκλημα. Η αποποινικοποίηση της μοιχείας κατέστη δυνατή μόνο με την επικράτηση του κοσμικού κράτους και τον διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατό να μην ισχύσει η σχέση ισοδυναμίας μεταξύ αμαρτήματος και εγκλήματος. Οπου το καθεστώς είναι θεοκρατικό, όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε πολλά μουσουλμανικά κράτη, η μοιχεία τιμωρείται ως έγκλημα, συχνά μάλιστα με σκληρές σωματικές ποινές (ραβδισμός) ή, σπανιότερα, ακόμη και με τον θάνατο
της άπιστης συζύγου. Θα ήταν, ωστόσο, επιστημονικά εσφαλμένο να θεωρήσει κανείς ότι η ορθή κατάργηση του εγκλήματος της μοιχείας το 1982 αποτελούσε μια καθυστερημένη προσαρμογή της Ελλάδας σε σχέση με τις λοιπές
ευρωπαϊκές νομοθεσίες και αυτό γιατί ναι μεν μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία και, κυρίως, η νομικά συγγενής μας Γερμανία είχαν καταργήσει το έγκλημα αρκετά χρόνια νωρίτερα (1969), αλλά τη χώρα μας ακολούθησαν χρονικά κράτη όπως το Βέλγιο (1987), η Ελβετία (1989) και τελευταία η Αυστρία (1997). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα η μοιχεία αποτελεί αξιόποινη πράξη σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ, έστω και αν οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται σπάνια και οι κυρώσεις έχουν συμβολικό χαρακτήρα.
Προ της καταργήσεως του άρθρου 357 επικρατούσε στον χώρο της ελληνικής, και όχι μόνο, νομικής επιστήμης διχογνωμία σχετικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό: η αυστηρότερη και μάλλον κρατούσα άποψη δεχόταν ότι προστατεύεται ο γάμος ως θεσμός και επομένως όταν αναφερόμαστε στο αξιόποινο ή μη της μοιχείας, πρέπει να έχουμε μπροστά μας τον γάμο ως θεσμό και όχι το πρόσωπο του άλλου συζύγου. Η δεύτερη, επιεικέστερη, άποψη αναδείκνυε ως έννομο αγαθό την υποχρέωση πίστεως έναντι του άλλου συζύγου. Ανεξαρτήτως αυτής της θεωρητικής διαμάχης, που σήμερα έχει σημασία μόνο για τους ιστορικούς του ποινικού δικαίου, υποστηριζόταν πάντως η άποψη ότι ο Ελληνας νομοθέτης, όπως και άλλοι, είχε διατυπώσει έτσι τη διάταξη ώστε να βρισκόμαστε ένα μόλις στάδιο πριν από την πλήρη κατάργηση του εγκλήματος: Η συναίνεση ή ανοχή του άλλου συζύγου, η έλλειψη συμβίωσης και η προϋπόθεση υποβολής σχετικής έγκλησης αποτελούσαν πρόσθετες, απαραίτητες προϋποθέσεις και έτσι αποφευγόταν ο ποινικός κολασμός κάθε εξωσυζυγικής σχέσης.