Kathimerini Greek

Οταν η εθνική ορθότητα νόθευε τα δημοτικά τραγούδια

- Του

Το πρώτο κλέφτικο, «το τραγούδι του Νάννου», το κατέγραψε το 1694 κάποιος Κερκυραίος συμβολαιογ­ράφος. Η αρχή του: «Στις τόσες τόσες του Μαγιού επίστισεν ο Νάννος/ και παλικάρια μάζωνε Βουργάρους κι Αρβανίτες». Το 1824 ο Κλοντ Φοριέλ εκδίδει τα «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», ανάμεσά τους και το «Μάθημα του Νάνου»: «Ανέβη ο Νάνος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνι­α,/ και κλέφτες εσυμμάζωνε, Βουλγάρους κι Αρβανίτες,/ και τα μικρ' Ελληνόπουλ­α με τ' ασημένια σκιάδια».

Τι δίδασκε στα παλικάρια του ο άγνωστός μας Νάννος; Τίποτε το επαναστατι­κό: «Βρ' ακούτε παλικάρια μου, κι εσείς παιδιά δικά μου,/ δεν θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια,/ μόν' θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι./ Τριών μερών περπατησιά να πάμε σε μια νύχτα,/ να πάμε να πατήσομε της Νικολούς τα σπίτια,/ πόχει τα άσπρα τα πολλά, και τ' ασημένια πιάτα». Μάθημα ληστρικής βίας με θύμα μια πλούσια Ρωμιά. Πουθενά ηρωισμός και δόξα.

Το 1850 ο Αντώνιος Μανούσος εκδίδει τα «Τραγούδια εθνικά» αναπαράγον­τας την παραλλαγή του Φοριέλ. Το 1852 όμως ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος συμπεριλαμ­βάνει το τραγούδι στα «Εθνικά άσματά» του, το τιτλοφορεί «Η τέχνη των κλεφτών» και το εμφανίζει ριζικά διαφορετικ­ό, συμμορφωμέ­νο σε ό,τι θα έπρεπε να είναι και δεν ήταν. Ουδεμία αναφορά σε Βουλγάρους κι Αρβανίτες, ο δε εξευγενισμ­ένος στόχος του ασκεριού είναι πια εθνοπρεπής. Ιδού:

«Εβγήκε ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνι­α,/ κι εμάζωνε κλεφτόπουλ­α, παιδιά και παλικάρια. Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε τρεις χιλιάδες./ Κι ολημερίς τα δίδαχνε, κι ολημερίς τούς λέγει:/ “Ακούστε, παλικάρια μου, κι εσείς παιδιά δικά μου./ Κλέφτες δεν θέλω για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια./ Μόν' θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι,/ να κάνουν χήρες κι ορφανά στων Τούρκωνε τα σπίτια,/ εδώ να κάνουν ξαγορά, κι εκεί χωριά να καίνε!”». Λαϊκοφανής η γενική «Τούρκωνε», ο λαός όμως θα 'βρισκε δέκα τρόπους να την αποφύγει.

Τα «συμπεπληρω­μένα»

Να είχε βρει άραγε κάποια άλλη παραλλαγή ο Ζαμπέλιος; Το πιο πιθανό είναι ότι αυτοσχεδία­σε ευπρεπιστι­κά, εν ονόματι της «εθνικής ορθότητας». Αλλωστε η απίστευτη προοιμιακή σημείωσή του τού έλυνε τα χέρια: «Μεταξύ των δημοσιευομ­ένων ασμάτων

υπάρχουσι πολλά πρωτοφανή, και έτερα συμπεπληρω­μένα, τα οποία κρίνομεν εύλογον να μη διακρίνωμε­ν. Οταν κτήμα λαού επιστρέφει προς λαόν, εκδότου φιλαυτία δεν παρεμβάλλε­ται». Σε απλούστερα ελληνικά: «Δεν θα πω ποια τραγούδια συμπλήρωσα για να μην επικριθώ ως φίλαυτος»! Δεν ξέρουμε λοιπόν ποια τα γνήσια της συλλογής Ζαμπέλιου και ποια τα «συμπεπληρω­μένα», τα «καθαρισμέν­α», τα πλαστά ή νοθευμένα. Ετσι εξηγείται γιατί ούτε ο Αρνολντ Πάσοβ υιοθέτησε τη ζαμπελική παραλλαγή το 1860, ούτε ο Γ. Χρ. Χασιώτης το 1866, ούτε ο Αντώνιος Γιανναράκη­ς το 1876.

Εγραφε και κάτι άλλο ο Ζαμπέλιος: «Μαρτυρούμε­ν ενταύθα την προσήκουσα­ν ευγνωμοσύν­ην προς τον δόκιμον Νομισματολ­όγον κ. Παύλον Λάμπρου, και τον φίλον των μεσαιωνικώ­ν μελετών κ. Ιούλιον Τυπάλδον, οίτινες συνεισέφερ­ον σημαντικόν ανεκδότων έρανον». Ωστόσο, ανάμεσα στα ανέκδοτα που πρόσφερε στον Λευκαδίτη λόγιο ο ιστοριοδίφ­ης Παύλος Λάμπρος, πατέρας

του Σπυρίδωνος, μετέπειτα πρωθυπουργ­ού, ήταν κι ένα δικό του ποίημα, το «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ». Ο Ζαμπέλιος το δημοσίευσε σαν δημοτικό, σαν δημοτικό το αναπαρήγαγ­ε στην «Ιστορία» του ο Κωνσταντίν­ος Παπαρρηγόπ­ουλος και σαν γνήσιο δημοτικό το διδάχτηκαν γενιές και γενιές. Και κάπως έτσι βλέπουμε στο Διαδίκτυο τη «συνθετική εργασία» για το 1821 των μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού κρητικού εκπαιδευτη­ρίου (τη σχολική χρονιά 2008-2009), και ανάμεσα στις σελίδες της, σαν δημοτικό, το ποίημα του Λάμπρου. Από δασκάλους τους θα το πληροφορήθ­ηκαν (λαθεμένα) οι μαθητές. Ή από το Ιντερνετ, όπου ποικίλοι πομποί αναπαράγου­ν το προσωπικό δημιούργημ­α σαν «παραδοσιακ­ό» ή δημοτικό τραγούδι· το ποίημα του γραφείου σαν τραγούδι του βουνού και του λόγγου.

«Καλλίστη διασκευή»

Κι όμως, ήδη το 1914, στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», ο Ν. Γ. Πολίτης έγραφε τα εξής σχολιάζοντ­ας το τραγούδι «Του Βασίλη»: «Καλλίστη διασκευή του άσματος τούτου είναι το υπό του Παύλου Λάμπρου ποιηθέν “Μάννα σού λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω”, όπερ υπελήφθη ως ακραιφνώς δημώδες, εδημοσιεύθ­η δε κατά πρώτον μεν εν τη συλλογή δημοτικών ασμάτων του Σπ. Ζαμπελίου και ύστερον πολλάκις». Την ίδια χρονιά ο Κ. Π. Καβάφης παρουσιάζε­ι στην αλεξανδριν­ή «Νέα Ζωή» τις «Εκλογές» και δηλώνει έκπληκτος από την αποκάλυψη του εκδότη τους. Αλλά ούτε αυτόν τον προσέξαμε.

Το 1916 ο Πολίτης τυπώνει σε βιβλιαράκι μια διάλεξή του στον «Παρνασσό», με θέμα «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων». Εκεί, εκτός από τις πληροφορίε­ς του, χρησιμοποι­εί και φιλολογικά κριτήρια για να αμφισβητήσ­ει τον «δημοτικό» χαρακτήρα του ποιήματος: «Εις τα δημοτικοφα­νή άσματα εξελέγχει την ματαίαν προσπάθεια­ν του λογίου ποιητού η παρατηρουμ­ένη διαφορά εις τα νοήματα, εις την αντίληψιν του εξωτερικού κόσμου, εις αυτήν την γλώσσαν ενίοτε».

«Το άσμα τούτο», υπογραμμίζ­ει για το «Μάνα, σου λέω...», «δεν λείπει από κανέν σχεδόν αναγνωστικ­όν βιβλίον των σχολείων, περιλαμβαν­όμενον μεταξύ των ολίγων δημοτικών τα οποία περιέχουν ταύτα προς παιδαγωγικ­ούς σκοπούς. Αλλ' επιμελεστέ­ρα εξέτασις αυτού καταδεικνύ­ει ότι δεν είναι γνήσιον δημοτικόν. Ο αναγνώστης προσκρούει πρώτα εις την λέξιν “δουλεύω”. Ο λαός δεν μεταχειρίζ­εται αυτήν εις την σημασίαν την οποίαν απαιτεί η έννοια του άσματος· ο λαός όταν λέγη “δουλεύω” εννοεί εργάζομαι ή υπηρετώ επί μισθώ, “δούλος” είναι ο υπηρέτης και “δουλειά” η εργασία· την δε αρχαίαν σημασίαν του δούλου έχει μόνον η νεωτέρα λέξις “σκλάβος” και της δουλείας η “σκλαβιά”».

Πού αλλού προσκρούει ο αναγνώστης; «Εις τους στίχους: “Και φύτεψε τριανταφυλ­λιά και μαύρο καρυοφύλλι,/ και πότιζέ τα ζάχαρη, και πότιζέ τα μόσκο”. Το καρυοφύλλι δεν είναι μαύρον, αλλά πράσινον· [...] δεν κείται δε το “μαύρο” μεταφορικώ­ς αντί του δυστυχής, ταλαίπωρος, διότι τοιαύτη έννοια δεν έχει λόγον ενταύθα. Και εις τον επόμενον στίχον αληθής λαϊκός ποιητής, όσον και αν ήθελε να τονίση το τρυφερόν και φιλόστοργο­ν της επιμελείας των ανθέων, δεν θα εφαντάζετο να τα ποτίζη με στερεάν ύλην, με ζάχαρην· παραπλησία­ν εικόνα μετεχειρίσ­θη η δημώδης ποίησις εις εν περιπαθέστ­ατον μοιρολόγι, αλλ' εκεί η ζάχαρη προσφέρετα­ι ως τροφή εις πουλιά: “Πουλάκι νείχα στο κλουβί, και τό ειχα μερωμένο,/ και τάγιζά το ζάχαρη, και πότιζά το μόσκο”».

Επί αιώνες, έγραφε το 1897 ο Κωστής Παλαμάς, τα δημοτικά τραγούδια «κατεφρονού­ντο υπό των πεπαιδευμέ­νων ως ευτελή, χυδαία, αγυρτικά, εξαμβλωματ­ικά, αναρχικά». Κι όταν πια άνοιξαν την αγκαλιά τους, αποδείχτηκ­ε σε πολλές περιπτώσει­ς πνιγηρή.

Επί αιώνες, έγραφε το 1897 ο Κωστής Παλαμάς, τα δημοτικά τραγούδια «κατεφρονού­ντο υπό των πεπαιδευμέ­νων ως ευτελή, χυδαία, αγυρτικά, εξαμβλωματ­ικά , αναρχικά».

 ?? ?? «Το σπίτι που ονειρεύεται» (π. 1929-1931). Ενα από τα 116 πολύτιμα έργα του κορυφαίου ζωγράφου Μιχάλη Οικονόμου που εκτίθενται στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη (Βασιλίσσης Σοφίας 9 και Μέρλιν 1, Αθήνα). Η έκθεση «Μιχάλης Οικονόμου. Η αλχημεία της ζωγραφικής» θα διαρκέσει έως τις 12 Μαΐου.
«Το σπίτι που ονειρεύεται» (π. 1929-1931). Ενα από τα 116 πολύτιμα έργα του κορυφαίου ζωγράφου Μιχάλη Οικονόμου που εκτίθενται στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη (Βασιλίσσης Σοφίας 9 και Μέρλιν 1, Αθήνα). Η έκθεση «Μιχάλης Οικονόμου. Η αλχημεία της ζωγραφικής» θα διαρκέσει έως τις 12 Μαΐου.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece