Κόκκινο πανί τα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις
Το γεγονός ότι οι στόχοι μεγιστοποιούνται στη διάρκεια της 3ετίας παρακολουθείται στενά από τον SSM, που θα πρέπει να δίνει την έγκρισή του κάθε χρονιά, αξιολογώντας την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, η οποία βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης, με τη διαφορά ότι η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων τους περιλαμβάνει υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενου φόρου. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με την τράπεζα. Για την Τράπεζα Πειραιώς η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αντιπροσωπεύσει το 76% των εποπτικών κεφαλαίων της και η τράπεζα δεσμεύεται ότι θα μειώσει το ποσοστό αυτό στο 45% έως το 2026, ενώ για την Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα το DTC αντιπροσωπεύει το 58% των εποπτικών κεφαλαίων και για τη Eurobank το 47%.
Ο χρόνος συμψηφισμού αυτών των ζημιών εκτείνεται έως και το 2040, και παρά το γεγονός ότι η πρόβλεψη αυτή έχει περιληφθεί σε νόμο και σε συμφωνία με τις εποπτικές αρχές, η προοπτική για ταχύτερη απόσβεση του DTC δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον SSM, που θέλει
τις εποπτευόμενες τράπεζες όχι μόνο να είναι επαρκώς αλλά και ποιοτικώς κεφαλαιοποιημένες. Ετσι, παρότι δεν μπορεί να «επιβάλει» την ταχύτερη απόσβεση του DTC, μπορεί να ασκήσει πίεση για μετριοπαθέστερη μερισματική πολιτική προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να διαθέσουν μεγαλύτερο μέρος της κερδοφορίας τους για την ποιοτική ενίσχυση των κεφαλαίων τους.
Το εργαλείο πίεσης δεν είναι άλλο από τα κόκκινα δάνεια, τα οποία, παρά το γεγονός ότι έχουν πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό, εξακολουθούν να φθάνουν σε πολλαπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (5,3% έναντι 1,8%), ενώ επιπλέον αγκάθι στο χαρτοφυλάκιο των κόκκινων δανείων συνιστούν τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, που βαρύνουν κατά κύριο λόγο την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς. Η καθυστέρηση στην αποπληρωμή αυτών των εγγυήσεων από την πλευρά του Δημοσίου αποτελεί κόκκινο πανί για τον επόπτη και βούτυρο στο ψωμί του για περικοπή των μαξιμαλιστικών προσδοκιών για τη διανομή μερίσματος.