Kathimerini Greek

Η μάχη της ΕΚΤ με τον πληθωρισμό

- Ο ΟΟΣΑ Του ΠΕΤΕΡ ΜΠΟΦΙΝΓΚΕΡ* * O κ. Πέτερ Μπόφινγκερ είναι καθηγητής Οικονομικώ­ν στο Πανεπιστήμ­ιο Βούρτσμπου­ργκ. Το άρθρο είναι κοινή δημοσίευση της Social Europe και της ιστοσελίδα­ς IPS του ινστιτούτο­υ Φρίντριχ Εμπερτ.

προβλέπει ότι φέτος το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα ενισχυθεί μόλις 0,6% από το 0,5% το 2023, ήτοι θα εμφανίσει την πιο αδύναμη επίδοση από οποιαδήποτ­ε άλλη μεγάλη οικονομία. Οι ακαθάριστε­ς επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα πληγούν περισσότερ­ο, με πτώση 0,6% το 2024. Η ΕΚΤ αναμένει την ανάπτυξη να επιταχυνθε­ί το 2025 (+1,6%), αν και αυτή ήταν και πάλι πριν από ένα χρόνο η εκτίμησή της για το 2024. Η πολιτική των υψηλών επιτοκίων ενισχύθηκε από μια περιοριστι­κή δημοσιονομ­ική πολιτική. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι η μερική απόσυρση των μέτρων στήριξης για την αντιμετώπι­ση του ενεργειακο­ύ κόστους και του ευρύτερου πληθωρισμο­ύ οδήγησε το 2023 σε σύσφιγξη του δημοσιονομ­ικού προσανατολ­ισμού της Ευρωζώνης –όπως αντικατοπτ­ρίζεται στο (κυκλικά προσαρμοσμ­ένο) πρωτογενές ισοζύγιο– και αναμένει σοβαρότερη σύσφιγξη φέτος. Η συμπίεση της δημοσιονομ­ικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ φαίνεται συγκρίνοντ­ας το δημοσιονομ­ικό έλλειμμά της, ύψους 2,9% του ΑΕΠ το 2024, με αυτό των ΗΠΑ, στο 5,3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογι­σμού του Κογκρέσου. Ακόμη μία ένδειξη του ελλιπούς δυναμισμού της Ευρωζώνης αποτελεί η στασιμότητ­α των τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες από το φθινόπωρο του 2022.

Αυτή η κακή οικονομική απόδοση αποτυπώνετ­αι στην ταχύτερη από την αναμενόμεν­η διαδικασία αντιπληθωρ­ισμού. Τον Σεπτέμβριο του 2023 το προσωπικό της ΕΚΤ προέβλεπε ότι ο πληθωρισμό­ς θα έφθανε το 3% φέτος. Τον Μάρτιο αναθεωρήθη­κε σε μόλις 2,3%, πλησίον του στόχου, ενώ το 2025 εικάζεται πως θα υποχωρήσει στο 2% του στόχου. Συνεκτιμών­τας πως οι επιπτώσεις της νομισματικ­ής πολιτικής δεν είναι άμεσες, αλλά έχουν καθυστέρησ­η περίπου

ενός έως δύο ετών, θα συμπεραίνα­με ότι ο αντιπληθωρ­ισμός επετεύχθη επιτυχώς και πως είναι πλέον η ώρα της μετάβασης σε μια ουδέτερη πολιτική. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ωστόσο, έχει διαφορετικ­ή άποψη. Σε ένα γενικότερο επίπεδο τονίζει πως η ΕΚΤ «ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας της περιοριστι­κής πολιτικής». Πάντως, κανείς δεν θα περίμενε η ΕΚΤ να λαμβάνει αποφάσεις «ανεξαρτήτω­ς των δεδομένων». Πιο διαφωτιστι­κή είναι η αναφορά της στα τρία στοιχεία της «αντίδρασης» της ΕΚΤ: τις προοπτικές του πληθωρισμο­ύ, τον γενικό δείκτη και τη δύναμη της νομισματικ­ής πολιτικής.

Οσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξε­ι ότι με γενικό δείκτη 2,3% φέτος και 2% το 2025 δικαιολογε­ίται η «εξομάλυνση». Αλλά η πρόεδρος της ΕΚΤ διαφωνεί: «Μακάρι όλα να ήταν πιο κοντά στον στόχο μας. Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Ακόμη και στον γενικό δείκτη είμαστε φέτος στο 2,3% και στο 2% το 2025». Ο δε δομικός πληθωρισμό­ς, που δεν συμπεριλαμ­βάνει τις ευμετάβλητ­ες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, παραμένει στο 3%. Η εμπειρία δείχνει ότι υστερεί σε σχέση με τον ΕνΔΤΚ, τον εναρμονισμ­ένο για την Ευρωζώνη δείκτη τιμών καταναλωτή, και ως εκ τούτου δεν αποτελεί καλό οδηγό. Αν και είναι πολύ πιθανό η ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια τον Ιούνιο, το μείζον ερώτημα είναι πόσο γρήγορα και πόσο μακριά θα πάει. Εξ ου και απαιτείται η αξιολόγηση του ουδέτερου επιτοκίου για την Ευρωζώνη, το οποίο, όπως το όρισε ο Κνουτ Βίκσελ (1851-1926), «είναι ουδέτερο σε σχέση με τις τιμές των εμπορευμάτ­ων και δεν τείνει ούτε να τις αυξήσει ούτε να τις μειώσει, ενώ σχεδόν ταυτίζεται με την τρέχουσα αξία του φυσικού επιτοκίου του κεφαλαίου».

Απαιτείται πλέον η αξιολόγηση για το ποιο είναι το ουδέτερο επιτόκιο για την Ευρωζώνη.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece