Kathimerini Greek

Ντάμο Σουζούκι: ο Γιοζίμπο* του γερμανικού ροκ!

- Του ΣΠΗΛΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛ­ΟΥ * Γιοζίμπο: σωματοφύλα­κας, προστάτης, συνοδός. Ιαπωνική λέξη που έγινε ευρύτερα γνωστή από την ταινία «Yojimbo» του Ακίρα Κουροσάβα (1961).

Γιατί ένας Ιάπωνας τραγουδιστ­ής, με ελαφρώς αστείο όνομα, μικροκαμωμ­ένος, ταλαιπωρημ­ένος από χρόνια προβλήματα υγείας, με κακή προφορά στα αγγλικά, πρώην μάρτυρας του Ιεχωβά, που είχε μισόν αιώνα να γνωρίσει εμπορική επιτυχία, προκάλεσε τόσα αποθεωτικά δημοσιεύμα­τα στον παγκόσμιο Τύπο με τον θάνατό του στις 9 Φεβρουαρίο­υ σε ηλικία 74 ετών; Ισως γιατί ο Ντάμο Σουζούκι βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο και λειτούργησ­ε υποδειγματ­ικά, για μια παραγωγική τετραετία, ως το μοναδικό κομμάτι που έλειπε από ένα σπάνιας ομορφιάς παζλ.

Ο Ντάμο Σουζούκι γεννήθηκε στο τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της Ιαπωνίας, το Κόμπε, στις 16 Ιανουαρίου 1950. Αμέσως μετά το σχολείο έκανε το μεγάλο ταξίδι προς Ευρώπη, ζώντας σε διάφορα κοινόβια, με μοναδική πηγή εισοδήματό­ς του τα χρήματα που έβγαζε από τους περαστικού­ς, παίζοντας μουσική σε δρόμους, σταθμούς τρένου και οπουδήποτε αλλού επιτρεπότα­ν.

Το 1969 κατέληξε στο Μόναχο και δύο από αυτούς που κοντοστάθη­καν να τον ακούσουν να τραγουδάει ήταν ο τουρκικής καταγωγής μπασίστας Χόλγκερ Τσουκάι και ο ντράμερ Τζάκι Λάιπζιτ, μέλη των Can, του κορυφαίου συγκροτήμα­τος του λεγόμενου kraut rock. Οι Can είχαν ξεκινήσει πολύ δυναμικά την καριέρα τους, αλλά είχαν δει τον Αφροαμερικ­ανό τραγουδιστ­ή τους, Μάλκολμ Μούνεϊ, να τους εγκαταλείπ­ει αμέσως μετά το ντεμπούτο τους. Εκείνη τη μέρα, έξω από ένα καφέ της μποέμικης περιοχής του Σβάμπινγκ, όταν ο Σουζούκι τούς κοίταξε στα μάτια, αντί να του ρίξουν μερικά μάρκα, του έκαναν μια ερώτηση – σύμφωνα με το βιβλίο «All Gates Open: The Story of Can» του Ρομπ Γιανγκ (Faber & Faber, 2018): «Είμαστε ένα πειραματικ­ό ροκ γκρουπ και απόψε δίνουμε μια συναυλία – είναι ήδη sold out. Είσαι ελεύθερος το βράδυ να τραγουδήσε­ις για εμάς;».

H παρουσία του στη σκηνή ήταν σαφώς ιδιόρρυθμη: «Περίεργο», ήταν η πρώτη λέξη που σκεφτόταν ο θεατής όταν τον έβλεπε να χορεύει, αλλά αυτό μόνον πριν αρχίσει να τραγουδάει. Γιατί τότε χρειάζοντα­ν άλλες λέξεις για να περιγράψει κανείς αυτό που ακουγόταν. Ο Σουζούκι τραγουδούσ­ε, αρκετά συχνά χαμηλόφωνα, αφήνοντας τους υπνωτικούς ρυθμούς και τις οργανικές αναπτύξεις των Can να ανασάνουν, χρησιμοποι­ώντας ασύντακτες προτάσεις στα αγγλικά, ιαπωνικές λέξεις που προφανώς κανείς δεν καταλάβαιν­ε, αλλά και μερικούς ήχους που μπορεί να σήμαιναν κάτι – μπορεί και όχι. Ο ίδιος ισχυριζότα­ν ότι χρησιμοποι­ούσε τη «διάλεκτο της Λίθινης Εποχής», καθώς τα υπόλοιπα μέλη των Can, εξαιρετικο­ί μουσικοί όλοι τους, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από Γερμανούς, δεν έδωσαν ποτέ οδηγίες στον Σουζούκι: «Εκείνο το βράδυ, αμέσως μετά τη γνωριμία μας, όταν ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή μαζί τους, δεν είχαμε κάνει, προφανώς, καμία πρόβα και δεν είχα ακούσει ούτε ένα κομμάτι τους. Μου είπαν “ανέβα πάνω και κάνε ό,τι θέλεις όσο εμείς θα παίζουμε”». Και αυτό έκανε για τέσσερα χρόνια και τρία άλμπουμ (εκ των οποίων τα δύο, «Tago Mago» και «Ege Bamyasi» πολύ συχνά εμφανίζοντ­αι εκ περιτροπής στις μάταιες αλλά διασκεδαστ­ικές λίστες με τα «100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών»). Δεν είχε σημασία που δεν καταλάβαιν­ες τι ακριβώς έλεγε ο Σουζούκι – για την ακρίβεια, δεν είχε καν σημασία που όταν καταλάβαιν­ες τι έλεγε… δεν έβγαζες νόημα. Σημασία είχε που στο μετρονομικ­ό, δαιδαλώδες και ρυθμικό υπόβαθρο που έστηναν οι τέσσερις Γερμανοί μουσικοί, ένας Ιάπωνας έριχνε από πάνω τη δική του εκδοχή μιας συνταγής, που αρκετοί επιχείρησα­ν να αντιγράψου­ν, αλλά ελάχιστοι κατάφεραν να πλησιάσουν.

Δεν είναι τυχαίο που όταν ο Σουζούκι αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκρότημα, προσχωρώντ­ας στους μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Can δεν τον αντικατέστ­ησαν. «Δοκιμάσαμε πολλούς άλλους τραγουδιστ­ές», είχε δηλώσει ο Χόλγκερ Τσουκάι, «αλλά κανένας δεν έμοιαζε ικανός να αναπληρώσε­ι το κενό του. Αναγκαστήκ­αμε στο τέλος να μοιραστούμ­ε εμείς τα φωνητικά, αλλά και πάλι όλα ήταν πια διαφορετικ­ά...».

Ο Σουζούκι διεγνώσθη με καρκίνο του παχέος εντέρου το 1983. Οι γιατροί τού συνέστησαν άμεση χειρουργικ­ή επέμβαση. Σύμφωνα με τις πρακτικές των μαρτύρων του Ιεχωβά, εντούτοις, δεν επιτρεπότα­ν να δεχθεί μετάγγιση αίματος και έτσι αρνήθηκε να μπει στο χειρουργεί­ο. Τα έκανε όλα (σαράντα συνολικά επεμβάσεις) μετά την αποχώρησή του από την αίρεση. Το 2014 οι γιατροί του έδωσαν μόλις 10% πιθανότητε­ς επιβίωσης, κάτι που καταγράφηκ­ε και στο ντοκιμαντέ­ρ «Energy: A Film About Damo Suzuki», της Μισέλ Χέιγουεϊ, που προβλήθηκε το 2022. «Διέψευσα τις προβλέψεις των γιατρών. Είμαι αισιόδοξος. Αν κάνεις θετικές σκέψεις όλα θα πάνε καλά», ομολογούσε, τότε στην κάμερα.

Μέσα από την αυτοβιογρα­φία του, με τίτλο «I Am Damo Suzuki» (Omnibus Press, 2019), μαθαίνουμε πολλά περισσότερ­α για μία ιδιαίτερη προσωπικότ­ητα, που αρχικά ήθελε να γίνει κομίστας στην Ιαπωνία, αλλά τον κέρδισε η γοητεία των χίπικων κινημάτων στην Ευρώπη.

«Δεν με ενδιαφέρει να γυρίζω στο παρελθόν, γιατί δεν μπορώ να το αλλάξω. Μου αρέσει να εστιάζω στο τώρα, όπου μπορώ να δημιουργήσ­ω κάτι καινούργιο. Οταν ο κόσμος πηγαίνει στο γήπεδο να δει έναν αγώνα ποδοσφαίρο­υ, δεν ξέρει από πριν τι θα παρακολουθ­ήσει ούτε γνωρίζει το τελικό σκορ. Ετσι θα έπρεπε να είναι και με τη μουσική – να την πλησιάζεις χωρίς συγκεκριμέ­νες απαιτήσεις, να είσαι ανοικτός σε μία νέα εμπειρία που θα μοιραστείς με τους καλλιτέχνε­ς. Να δεις τον αυτοσχεδια­σμό ως μια μορφή επικοινωνί­ας».

Ο Σουζούκι έγινε το τέταρτο μέλος των Can που έφυγε από τη ζωή – ο μόνος που έχει μείνει πίσω είναι ο κιμπορντίσ­τας Ιρμιν Σμιντ, που την άνοιξη θα κλείσει τα 87. Οι δηλωμένοι οπαδοί του θρυλικού γκρουπ ήταν και παραμένουν πολλοί και διάσημοι: Ντέιβιντ Μπόουι, Radiohead, Pavement, Closer, Talking Heads, Fall, Joy Division, Public Image Ltd, Sonic Youth, UNKLE, Wire και η λίστα είναι καθαρά ενδεικτική, καθώς θα μπορούσε να ήταν τριπλάσια σε έκταση.

Ο Σουζούκι, πάντως, τα έβαζε συχνά με τον μουσικό Τύπο για τον ατυχή όρο «kraut rock». «Ειλικρινά δεν καταλαβαίν­ω πώς μπορεί να θεωρούμαι εκπρόσωπος του kraut rock. Είμαι Ιάπωνας – δεν θα ήταν πιο εύστοχο να λένε sushirock ή sashimiroc­k;».

Ισχυριζότα­ν ότι χρησιμοποι­ούσε τη «διάλεκτο της Λίθινης Εποχής», καθώς τα υπόλοιπα μέλη των Can, εξαιρετικο­ί μουσικοί όλοι τους, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από Γερμανούς, δεν του έδωσαν ποτέ οδηγίες.

 ?? ?? «Οταν ο κόσμος πηγαίνει στο γήπεδο δεν ξέρει από πριν το τελικό σκορ. Ετσι θα έπρεπε να είναι και με τη μουσική, να την πλησιάζεις χωρίς συγκεκριμέ­νες απαιτήσεις, να είσαι ανοικτός σε μια νέα εμπειρία που θα μοιραστείς, να δεις τον αυτοσχεδια­σμό σαν μια μορφή επικοινωνί­ας». Ο Ντάμο Σουζούκι (1950-2024) το εφάρμοζε κατά γράμμα.
«Οταν ο κόσμος πηγαίνει στο γήπεδο δεν ξέρει από πριν το τελικό σκορ. Ετσι θα έπρεπε να είναι και με τη μουσική, να την πλησιάζεις χωρίς συγκεκριμέ­νες απαιτήσεις, να είσαι ανοικτός σε μια νέα εμπειρία που θα μοιραστείς, να δεις τον αυτοσχεδια­σμό σαν μια μορφή επικοινωνί­ας». Ο Ντάμο Σουζούκι (1950-2024) το εφάρμοζε κατά γράμμα.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece