Δεν απέκλεισε νέες κυρώσεις στις κινεζικές εξαγωγές η Γέλεν
Κάλεσε το Πεκίνο να επενδύσει περισσότερο στην εγχώρια κατανάλωση
Με αποτελέσματα μάλλον πενιχρά και τη δέσμευση μόνον για περαιτέρω διμερείς συζητήσεις επί αιχμηρών και μη θεμάτων, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, ολοκλήρωσε χθες την επίσκεψή της στην Κίνα, μεταβαίνοντας στο Πεκίνο όπου συναντήθηκε με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κιανγκ και τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Παν Γκονγκσένγκ. Στη διάρκεια της τετραήμερης παραμονής της στη δεύτερη οικονομία του κόσμου και της δεύτερης επίσκεψής της εκεί μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, η κ. Γέλεν κάλεσε επανειλημμένως το Πεκίνο να επενδύσει περισσότερο στην εγχώρια κατανάλωση, ενώ προειδοποίησε πως αν η Κίνα κατακλύσει τις αγορές με φθηνές εξαγωγές, θα δημιουργήσει πρόβλημα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Κι ενώ διεθνείς παρατηρητές επισημαίνουν πως η αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο χώρες «είναι εμφανώς ρηχή», είναι πιθανό ένα νέο κύμα δασμών από τις ΗΠΑ στα κινεζικά προϊόντα και επομένως μια νέα φάση του εμπορικού πολέμου.
Το αιχμηρότερο ζήτημα ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες
του πλανήτη είναι σε αυτή τη φάση οι φθηνές εξαγωγές πράσινης ενέργειας, κατά κύριο λόγο φωτοβολταϊκών, ηλεκτροκίνητων οχημάτων και μπαταριών λιθίου, που κατακλύζουν την αμερικανική αγορά και με τις χαμηλές τους τιμές κυριαρχούν εις βάρος των αμερικανικών, καθώς επιδοτούνται γενναιόδωρα από το Πεκίνο. Από την πρώτη ημέρα της επίσκεψής της, η κ. Γέλεν τόνισε πως «η Κίνα είναι πολύ μεγάλη για να επιτύχει ραγδαία ανάπτυξη με τις εξαγωγές», ενώ μιλώντας στο Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ στη χώρα τόνισε πως οι κινεζικές βιομηχανίες παράγουν πολύ περισσότερα «από όσα μπορεί να απορροφήσει η παγκόσμια αγορά». Από την πλευρά του το Πεκίνο αντικρούει αυτή την κριτική υποστηρίζοντας πως οι κινεζικές εταιρείες τιμωρούνται από την πολιτική των ανεπτυγμένων χωρών, που δεν μπορούν να τις ανταγωνιστούν στο επίπεδο των τιμών. Εχει, άλλωστε, υποβάλει στον ΠΟΕ καταγγελία κατά των αμερικανικών επιδοτήσεων. Απευθυνόμενος στην κ. Γέλεν, ο Κινέζος πρωθυπουργός έθιξε το θέμα, καλώντας τη να μη μετατρέπει «τα εμπορικά και οικονομικά
ζητήματα σε πολιτικά». Είχε προηγηθεί προειδοποίηση της κ. Γέλεν για το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν οι κινεζικές τράπεζες και οι κινεζικές επιχειρήσεις «σοβαρές συνέπειες» αν στηρίζουν τη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Ερωτώμενη από δημοσιογράφο του δικτύου CNBC κατά πόσον εξετάζει η Ουάσιγκτον την επιβολή δασμών στις φθηνές εξαγωγές πράσινης ενέργειας από την Κίνα, η κ. Γέλεν άφησε ανοικτό το
ενδεχόμενο, τονίζοντας πως όλα είναι πιθανά. «Δεν αποκλείω τίποτε σ' αυτή την φάση, καθώς πρέπει να τα κρατήσουμε όλα πάνω στο τραπέζι», τόνισε η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών. Διευκρίνισε, βέβαια, πως ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι η συνεργασία με τους Κινέζους, «ώστε να δούμε αν μπορούμε να βρούμε μια λύση» και προσέθεσε πως τώρα δεν σκέπτεται τόσο την επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές, «αλλά κάποιες αλλαγές στη μακροοικονομική πολιτική». Επανέλαβε, άλλωστε, την ανάγκη να καθοριστούν ίσοι όροι για τις δύο οικονομίες σε ό,τι αφορά τις πράσινες τεχνολογίες. Καθιστώντας σαφές, άλλωστε, το ζητούμενο για την Ουάσιγκτον, η κ. Γέλεν τόνισε πως «πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν θα βρεθούμε έξω από την αγορά και ότι οι επιχειρήσεις μας και το εργατικό μας δυναμικό
θα έχουν ευκαιρίες σε αυτές τις βιομηχανίες, που θα είναι οι πλέον σημαντικές στο μέλλον».
Την ανησυχία της Ουάσιγκτον σχετικά με τις φθηνές εισαγωγές κινεζικών πράσινων τεχνολογιών συμμερίζονται οι σύμμαχοί της, αρχής γενομένης από την Ευρώπη, αλλά και την Ιαπωνία. Ετσι η κ. Γέλεν δεν παρέλειψε να εφιστήσει την προσοχή του Πεκίνου, τονίζοντας ότι ενδέχεται και άλλες χώρες να επιβάλουν περιορισμούς στις εισαγωγές από την Κίνα. Σημειωτέον ότι αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη έρευνες της Ε.Ε. κατά της πολιτικής ντάμπινγκ του Πεκίνου, που επιδοτεί τα ηλεκτροκίνητα οχήματα και απειλεί να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία. Οπως επισημαίνουν οικονομικοί και πολιτικοί παρατηρητές, η προσέγγιση της κ. Γέλεν έρχεται σε οξεία αντίθεση συγκρινόμενη
με τις θέσεις της Ουάσιγκτον πριν από 20 με 25 χρόνια, όταν και η ίδια υποστήριζε την ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ. Η στήριξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να κατακλύσει η Κίνα τον κόσμο με φθηνά προϊόντα της και να βοηθήσει εκατομμύρια πολίτες της να βγουν από τη φτώχεια. Οπως αποδείχθηκε, πάντως, η Ουάσιγκτον και γενικότερα ο δυτικός κόσμος δεν είχε διανοηθεί τον καταστρεπτικό αντίκτυπο που θα είχε για τις δυτικές οικονομίες η εκρηκτική ανάπτυξη του μεταποιητικού τομέα της Κίνας. Οι συνέπειές του στις δυτικές οικονομίες θεωρούνται σήμερα από πολλούς πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές αιτία της ανόδου του λαϊκισμού στη Δύση και στις ΗΠΑ ειδικότερα της ανόδου του Ντόναλντ Τραμπ.
Προειδοποίησε με σοβαρές συνέπειες τράπεζες και εταιρείες της Κίνας, αν στηρίζουν τη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.