Προς κατάργηση το πρόγραμμα «χρυσή βίζα» και στην Ισπανία
Ολλανδία, Βρετανία και Ιρλανδία έχουν λάβει ήδη ανάλογες αποφάσεις
Υπό τις πολιτικές πιέσεις της Ε.Ε. που έχουν ενταθεί από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και συνεκτιμώντας τις παρενέργειες στο εσωτερικό τους, όλο και περισσότερες χώρες αναθεωρούν την πολιτική της «χρυσής βίζας», είτε καταργώντας την είτε τροποποιώντας την έστω και μερικώς προκειμένου να μη χάσουν τα κέρδη που τους αποφέρει. Ωστόσο θα ήταν πρόωρο να πει κανείς ακριβώς ότι πνέει τα λοίσθια η πολιτική αυτή την οποία οι περισσότερες χώρες υιοθέτησαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να προσελκύσουν κεφάλαια.
Λίγες ημέρες μετά την τροποποίηση των σχετικών προβλέψεων στη χώρα, από χθες η Ισπανία προστίθεται στις χώρες που οδεύουν προς την κατάργηση της αμφιλεγόμενης αλλά προσοδοφόρας πολιτικής. Η ισπανική κυβέρνηση συζητούσε από πέρυσι την προοπτική να επιβάλει σκληρότερους όρους για τη χορήγηση «χρυσής βίζας» και πέρυσι τον Φεβρουάριο το κεντροαριστερό κόμμα Mas Pais υπέβαλε πρόταση νόμου για ριζική τροποποίηση του μέτρου, επισημαίνοντας ότι έχει αντίκτυπο στις τιμές των ακινήτων ενώ δεν έχει αποδειχθεί επωφελές για την οικονομία. Εως τώρα, για τη χορήγηση άδειας παραμονής τριών ετών στην Ισπανία απαιτείτο δαπάνη τουλάχιστον 500.000 ευρώ για την αγορά κατοικίας ή επένδυση ύψους τουλάχιστον ενός εκατ. ευρώ σε μετοχές στη χώρα ή περίπου 2 εκατ. ευρώ σε ομόλογα του ισπανικού δημοσίου. Ο προβληματισμός πάντως στη χώρα της Ιβηρικής έχει ενταθεί από τον Δεκέμβριο, οπότε ζήτησε την πλήρη κατάργηση της «χρυσής βίζας» το αριστερό κόμμα Σουμάρ που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Είχε, άλλωστε, προηγηθεί τον Ιανουάριο η απόφαση της Πορτογαλίας να μην καταργήσει μεν τη «χρυσή βίζα» αλλά να την τροποποιήσει ουσιαστικά αφαιρώντας τη δυνατότητα απόκτησής της με την αγορά ακινήτου και να προσφέρει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να την αποκτήσουν επενδύοντας 500.000 ευρώ σε κάποιο ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο. Η συγκεκριμένη τροποποίηση εκτιμάται πως ενδέχεται να λειτουργήσει ως πρότυπο
προς μίμηση για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κίνητρο της Λισσαβώνας όπως και άλλων χωρών δεν είναι η συμμόρφωση με τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις της Κομισιόν. Το πρόβλημα είναι ότι σε πολλές χώρες που εφαρμόζουν την πολιτική της «χρυσής βίζας» εκτοξεύθηκαν οι τιμές των κατοικιών αλλά και των εμπορικών ακινήτων, με αποτέλεσμα να εκτοπίζονται οι κάτοικοί τους από τους κάθε λογής ξένους επενδυτές.
Μέσα στον Ιανουάριο κατήργησε πλήρως τη δική της «χρυσή βίζα» η Ολλανδία, που παρουσίαζε πάντως θεμελιώδεις διαφορές από τα αντίστοιχα προγράμματα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Στην Ολλανδία όχι μόνον η απαιτούμενη δαπάνη ήταν πολύ μεγαλύτερη, και συγκεκριμένα ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να επενδύσει στη χώρα 1,25 εκατ. ευρώ, αλλά από τον αρχικό σχεδιασμό της απέκλειε την επένδυση σε ακίνητα. Οι δυνατότητες περιορίζονταν μόνον σε επιχειρηματικού τύπου επενδύσεις, σε επιχειρήσεις με έδρα στην Ολλανδία ή σε ειδικά επενδυτικά οχήματα. Τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους κατήργησε τη «χρυσή βίζα» η Ιρλανδία που όπως και πολλές άλλες προσέφερε άδεια παραμονής στο έδαφός της έναντι δαπάνης ύψους 500.000 ευρώ ή επένδυσης ύψους ενός εκατ. ευρώ. Το Δουβλίνο όμως, σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2022, είχε ακυρώσει τη «χρυσή βίζα» ειδικά για τους Ρώσους στο πλαίσιο των κυρώσεων κατά της Μόσχας. Ενα μήνα αργότερα, πάντως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προειδοποίησε ότι το πρόγραμμα προσφερόταν για φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή. Και τον Φεβρουάριο του 2022 κατήργησε και η Βρετανία τη δική της «χρυσή βίζα».
Η Ιταλία που διατηρεί πρόγραμμα «χρυσής βίζας» με τις συνήθεις προϋποθέσεις της επένδυσης 500.000 ευρώ και προσφέρει φοροαπαλλαγές σε όσους κάνουν χρήση του προγράμματος, τους δίνει επίσης τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για απόκτηση υπηκοότητας όταν έχουν μείνει στη χώρα 10 χρόνια μέσω της «χρυσής βίζας». Επιπλέον, η Βουλγαρία επανέφερε πέρυσι το μέτρο της «χρυσής βίζας» το οποίο είχε καταργήσει το 2021, ενώ η Μάλτα έχει έως τώρα αρνηθεί να τροποποιήσει το δικό της πρόγραμμα.
Η ισπανική κυβέρνηση έχει επισημάνει ότι έχει αντίκτυπο στις τιμές των ακινήτων, ενώ δεν έχει αποδειχθεί επωφελές για την οικονομία.