Ετυμηγορία
Κατ' αρχάς, ψυχραιµία. ∆εν χρειάζεται πανικός. Ο Σόιµπλε είναι νεκρός. Η υπενθύµιση είναι απαραίτητη, αν κρίνει κανείς από το πόσοι, µε αφορµή τα αποµνηµονεύµατά του, ένιωσαν την ανάγκη να τον (ξανα)βρίσουν, παρότι δεν µπορεί πια καν να τους ακούσει. Η µετά θάνατον έκδοση της ετυµηγορίας του είναι όµως γι’ αυτό πιο «επικίνδυνη»: Επειδή δεν µπορεί να απαξιωθεί ως προϊόν πολιτικού υπολογισµού. Ο συγγραφέας δεν ήθελε να πετύχει τίποτε άλλο παρά να αφηγηθεί την Ιστορία όπως την έζησε.
Οσο ζούσε άλλωστε –όπως επισηµαίνει στο βιβλίο– ήλεγχε πλήρως αυτά που έλεγε, σε αντίθεση µε πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς που γνωµοδοτούσαν δηµοσίως, αναρριπίζοντας µε τους χρησµούς τους τη φωτιά της κρίσης. Ο Σόιµπλε ό,τι είχε να πει, το έλεγε πίσω από κλειστές πόρτες, µακριά από τα αδιάκριτα ώτα των κυκλοθυµικών αγορών.
Τα περισσότερα από όσα αφηγείται τα είχαµε ήδη µάθει. Εκείνο όµως που είχε λιγότερο φωτιστεί –επειδή οι δαιµονολογικές καρικατούρες του δεν µας είχαν επιτρέψει να το διακρίνουµε– είναι ότι ο αυστηρός Γερµανός είχε πάρει πολύ στα σοβαρά όλους τους Ελληνες συνοµιλητές του. Φαίνεται ότι είχε προσπαθήσει να τους γνωρίσει και να τους καταλάβει, να µάθει τις σκέψεις και τον χαρακτήρα τους – ακόµη και το βιογραφικό τους στον µικρόκοσµο της ελληνικής εσωτερικής πολιτικής. Η πρωτοβουλία του, ας πούµε, να δεχτεί τον Τσίπρα και να συζητήσει µαζί του, όσο ακόµη ο επίδοξος
ανατροπέας της Ευρωζώνης ήταν στην αντιπολίτευση, είναι ενδεικτική της πρόθεσης του Σόιµπλε να καταλάβει και να µεταστρέψει –όχι να εξουσιάσει– τον χρεοκοπηµένο εταίρο.
Ακόμη και η διαβόητη πρότασή του, για ένα ελληνικό «διάλειµµα» από το ευρώ, ήταν καρπός περίσκεψης και είχε προταθεί στον Βενιζέλο όχι εκβιαστικά, αλλά ως λιγότερο επώδυνη εναλλακτική. Θα ήταν ένα στιγµιαίο σοκ, από την εποµένη του οποίου θα άρχιζε η ανάταξη. Σύµφωνα µε τα λόγια του ίδιου: «∆εν θα ήταν ένα τέτοιο τέλος µε τρόµο καλύτερο από έναν τρόµο χωρίς τέλος;». Ο Γερµανός υπουργός πίστευε ότι ο µακρύς «τρόµος» της εσωτερικής υποτίµησης θα εξουθένωνε τους Ελληνες, χωρίς να φέρει αποτέλεσµα. Αφησε την επιλογή στους ίδιους. Κι εντέλει διαψεύστηκε, πράγµα που δεν διστάζει να παραδεχθεί, δηλώνοντας κιόλας ότι «θαύµασε» πώς τελικώς εφαρµόστηκαν τα µέτρα.
Αυτή ίσως είναι και η λιγότερο συζητηµένη όψη της δεκαετίας της χρεοκοπίας. Στη συλλογική µνήµη έχει µείνει µόνο το τραύµα – το δράµα του παρ’ ολίγον εκτροχιασµού. Με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης θα άξιζε να εστιάσει κανείς στη σηµασία του «παρ’ ολίγον». Θα άξιζε να εξηγήσει πώς βρέθηκαν τα αποθέµατα κοινωνικής και θεσµικής αντοχής ώστε, παρά την αφόρητη οικονοµική πίεση, να παραµείνει η Ελλάδα κανονική ευρωπαϊκή δηµοκρατία. Αυτό που «θαύµασε» ο Σόιµπλε σε εµάς, πρέπει να το βρούµε και να το αναγνωρίσουµε κι εµείς στον εαυτό µας.