Χρόνος για χάσιμο
«Φ λύαρη»· «αργή»· «δεν συµβαίνει τίποτα». Αυτά είναι µερικά από τα ελαττώµατα που προσάπτουν στην τηλεοπτική µεταφορά του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ» της Πατρίτσια Χάισµιθ από το Νetflix σε συσκευασία µίνι σειράς οκτώ επεισοδίων.
Ο εκνευρισμός µεγεθύνεται από την «ακατανόητη» επιλογή της παραγωγής και του σκηνοθέτη Στίβεν Ζέιλιαν να µας παραδώσουν µια ασπρόµαυρη και «µουντή» εκδοχή ενός κατά τ’ άλλα ηλιόλουστου δράµατος, που εξελίσσεται σε µερικά από τα πιο φωτογενή τοπία των ιταλικών ακτών. «Είναι δυνατόν να διαγράφεται τόσο βάναυσα το απαράµιλλο µεσογειακό φως, να εκµηδενίζεται η χρωµατική παλέτα του ιταλικού θέρους, να εξοστρακίζονται τα νιάτα και η χαρά της ζωής;». Αυτός είναι ένας επιπλέον κοινός παρονοµαστής της διαδικτυακής γκρίνιας για την πλέον «κινηµατογραφική» µεταφορά του Ρίπλεϊ, και ας πρόκειται για τηλεοπτικό προϊόν.
Ομως δεν είµαστε ούτε θεωρητικοί του κινηµατογράφου ούτε κριτικοί του σινεµά για να αναλωθούµε σε θέµατα γούστου. Η διχογνωµία για τον Ρίπλεϊ έχει ενδιαφέρον γιατί, εκτός των άλλων, µας κάνει να σκεφτούµε ξανά πάνω στα θέµατα του χρόνου. Αν θυµόµαστε τον Ρίπλεϊ κυρίως µέσα από τη δεύτερη κινηµατογραφική του αποτύπωση, εκεί κάπου στην εκπνοή του 20ού αιώνα (1999), έχουµε µείνει µε την εντύπωση ότι το πιο διάσηµο βιβλίο της Αµερικανίδας µετρ «χωράει» στις 2 ώρες και στα 19 λεπτά εκείνης της πολύ δηµοφιλούς
εκδοχής του Αντονι Μινγκέλα. Ενα τέταρτο αιώνα µετά, το άπλωµα της πλοκής σε οκτώ επεισόδια, µέσης διάρκειας περίπου 50 λεπτών το καθένα, µας ξενίζει: µήπως η παραγωγή και ο σκηνοθέτης το παρακάνουν για να πουλήσουν ακριβότερα το (ξεχειλωµένο) προϊόν τους; Είναι µια εύλογη απορία.
Εν τω μεταξύ, από την ταινία του Μινγκέλα µέχρι τη µίνι σειρά του Ζέιλιαν δεν έχουν µεσολαβήσει απλώς 25 χρόνια, αλλά έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Το 1999 δεν υπήρχαν έξυπνα τηλέφωνα, δεν υπήρχε ∆ιαδίκτυο όπως το ξέρουµε σήµερα, δεν υπήρχαν µέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η πρόσληψη του χρόνου ήταν πολύ διαφορετική, όπως και η ολοένα πιο επιθετική έκθεσή µας σε εικόνες και σε αλλεπάλληλα οπτικά ερεθίσµατα κάθε είδους. Η προσοχή
µας διασπάται µε το παραµικρό, η υποµονή µας καταρρέει αστραπιαία, οι δεξαµενές ανατροφοδότησης της οπτικής µας βουλιµίας έχουν καταστεί ουσιαστικά ανεξάντλητες: φωτογραφίες στο Ινσταγκραµ, βιντεάκια στο YouTube και στο TikTok, και άλλες φωτογραφίες στο Facebook και πάει λέγοντας.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν το Νetflix να πόνταρε τα καλά του τα λεφτά σε µια τόσο «premium», τόσο «καλλιτεχνική», τόσο «αργόσυρτη» παραγωγή. Η πραγµατικότητα είναι ότι η σειρά δεν ήταν αρχικά προγραµµατισµένη να προβληθεί από το Νetflix αλλά από τη Showtime, µια πλατφόρµα µε διαφορετικά χαρακτηριστικά που στο τέλος του µήνα, όµως, κατεβάζει ρολά µια και το περιεχόµενό της πουλήθηκε στην Paramount. Τι µαθαίνουµε, λοιπόν, από αυτήν τη µικρή ιστορία; Το «φλύαρο», «ασπρόµαυρο», «κατατονικό» µοντέλο του Ρίπλεϊ δεν είναι καταδικασµένο γιατί οι δυνητικοί θεατές του πάσχουµε από συλλογική διάσπαση προσοχής. Καθώς φαίνεται, δεν έχουµε παντελώς καταστραφεί· έχουµε (ακόµη) χρόνο για χάσιµο.
Η τηλεοπτική μεταφορά του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ» είναι ένας αναπάντεχος φάρος ελπίδας για τη σχέση μας με τον χρόνο.